Friday, December 18, 2015

Ωτοστόπ για τις Αόρατες Πόλεις



(Ένα πορτοκαλί αυτοκίνητο παλιότερης δεκαετίας έξω απ’ την πύλη της φυλακής. Δεξιά κι αριστερά της πύλης δυο φύλακες κοιτάν στο πουθενά, μοιάζουν με ζόμπι. Ένας εκατονταετής καλοστεκούμενος μαύρος παππούς με κάτασπρα μαλλιά [Θεόφιλος Κούτος] μπαίνει στη θέση του οδηγού. Φοράει τζιν παντελόνι και χαβανέζικο πουκάμισο. Χαμογελάει. Στη δίπλα θέση με ρούχα φυλακής ένας πανέμορφος νεαρός [Μάρκος Απρίλιος]. Σοβαρός και κάπως προβληματισμένος. Μικρές κοφτές κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού του δείχνουν ότι νιώθει αρκετά άβολα.)

Θ.Κ. : Πουτάνα Μισόν, τους σκίσαμε πάλι. Δες, δες! Δες το φύλακα στην πύλη πώς μας κοιτάζει; Θες να τον κάνω να μας ευχηθεί και καλό ταξίδι;

(Ο Μάρκος Απρίλιος δεν μιλάει. Γυρνάει σχεδόν αδιάφορα και κοιτάζει προς την πύλη. Ξεκινάνε. Εικόνες που αλλάζουν πίσω τους δείχνουν να βγαίνουν απ' την πόλη. Οδηγάν στην εθνική οδό. Σε χαμηλό ήχο στο ραδιόφωνο ακούγεται ο Παπακωνσταντίνου να τους θυμίζει "μα εσύ πρέπει πάντα να φεύγεις, να ψάχνεις τις φοινικιές...")

Θ.Κ. : Τώρα μάλλον θα τους έχουν βρει και θα προσπαθούν να τους ξυπνήσουν. Χαχα. Το "ρύθμισα" να γίνει σε ένα εικοσιτετράωρο. Φαντάζομαι έφυγαν κι άλλοι κρατούμενοι. Εντάξει, ας μπω λίγο πιο βαθιά στην κόλαση. Sorry κράτος, sorry Θεέ.
Μ.Α. : ...
Θ.Κ.: Δε θα πεις τίποτα εσύ; Δεν περιμένω ευχαριστώ και βλακείες. Το καταλαβαίνεις φαντάζομαι. Και για τους δυο μας το κάνω. Πες απλά κάτι να περάσει η ώρα.
Μ.Α. : Σουφλέ.
Θ.Κ. : Τι σουφλέ;
Μ.Α. : Σουφλέ σοκολάτας. Φρεσκολιωμένης...
Θ.Κ. : Στάσου, σε χάνω. Τι εννοείς;
Μ.Α.: Αυτό. Αυτό μου μύρισε. Σουφλέ σοκολάτας.
Θ.Κ. : (κουνάει το κεφάλι νομίζοντας ότι του έχει στρίψει του Μάρκου. Κάθε τόσο ρίχνει μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη του αυτοκινήτου μήπως τους ακολουθάει κανείς) Για πότε λες; Τώρα; Εδώ μέσα;
Μ.Α. : Όχι. Όταν με ελευθέρωνες. Όταν φεύγαμε απ' τη φυλακή. Έντονα, σουφλέ σοκολάτας. Το ίδιο μου είχε μυρίσει κι όταν σκότωνα τους γονείς μου. Το ίδιο και τη μέρα που είχα αγοράσει τα ντραμς. Αυτό και στο ραντεβού με την Κική όταν έπιασα τη ρώγα της. Στις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου, μου μυρίζει σουφλέ σοκολάτας. Έτσι βεβαιώθηκα και σήμερα ότι αυτό που ήρθες κι έκανες ήταν ωραίο, ήταν το σωστό, ήταν ό,τι περίμενα. Γι' αυτό σε ακολούθησα χωρίς ενδοιασμό.
Θ.Κ.: (χαμογελάει και κοιτάει με κάποιο θαυμασμό τον Μάρκο) Ξέρεις; Δεν ήμουν σίγουρος αν μετά τον φόνο ήσουν στα καλά σου. Γράφανε κι όλο βλακείες οι χαζοδημοσιογράφοι. Αγχωνόμουν λίγο μήπως σου έστριψε. Πάλι θα σε ελευθέρωνα αλλά το θέμα ήταν τι θα σε έκανα μετά αν άρχιζες να κάνεις τον κόκκορα και την αλεπού μέσα στο αυτοκίνητο. Όπως φαίνεται όμως, ετούτο θα είναι ένα ωραίο ταξίδι.
Μ.Α. : Πού πάμε; Ξέρεις ή έτσι οδηγάμε, μακριά κι όπου;
Θ.Κ. : Δεν υπάρχει μακριά κι όπου! Υπάρχει μακριά και παντού. Δε σου λέω ακόμη αλλά πίστεψέ με, στα εκατό μου χρόνια ξέρω δρόμους που κανείς δεν έχει διαβεί, ξέρω μέρη που κανείς δεν έχει δει.

(Στην άκρη του δρόμου, στο πλάι της σκηνής εμφανίζεται γυναίκα επιβλητική. Μοιάζει με την Κέιτ Μπλάνσετ. Στα 45 της περίπου, φούστα σκουρόχρωμη σχεδόν ως το γόνατο, εφαρμοστή με φερμουάρ πίσω. Πουκάμισο λευκό, από πάνω παλτό ξεκούμπωτο. Στο πλάι της μικρή βαλίτσα αφημένη. Κάνει σήμα ωτοστόπ. Ο μπαρμπα Θεόφιλος φρενάρει απότομα. Ο Μάρκος, αφηρημένος, χτυπάει το κεφάλι του μπροστά, πάνω στο ταμπλό.)

Θ.Κ. : Βρε, δε φόραγες ζώνη;
Μ.Α. : Σκατά. Όχι δε φόραγα, την ξέχασα. Παραλίγο να φύγω απ' έξω. Γιατί φρέναρες έτσι; (τρίβει έντονα το μέτωπό του)
Θ.Κ. : (του δείχνει την κυρία που τους πλησιάζει απ' το τζάμι του Μάρκου) Για την κυρία. Να μην την πάρουμε;
Μ.Α. : (ο Μάρκος ανοίγει τεράστια μάτια, σκάει το πρώτο του χαμόγελο) Πλάκα κάνεις; Κι ελαφρά που το πάτησες το φρένο. (Συνωμοτικά) Λοιπόν, Μάρκο με λένε, Μάρκο σκέτο, έτσι;
Θ.Κ. : (του κλείνει το μάτι) Γιατί, έχει ακούσει κανείς άλλο όνομα; Όσο για τα ρούχα σου, αν πει κάτι, ήμασταν σε πάρτυ μασκέ. Εσύ είχες ντυθεί φυλακισμένος κι εγώ μπάρμαν στη Χονολουλού.

(Γελάνε κι οι δύο. Ο Μάρκος κατεβάζει το τζάμι του. Η όμορφη γυναίκα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπό της σε αυτό του Μάρκου. Αυτός τραβιέται διακριτικά πίσω στο κάθισμά του.)

Κέιτ Μπλάνσετ : Πού πάτε;
Θ.Κ. : Κάνουμε μια στάση εκεί που πηγαίνετε εσείς και μετά συνεχίζουμε προς τις Αόρατες Πόλεις του βορρά.

(γεμάτος έκπληξη ο Μάρκος γυρνάει προς τον μπαρμπα Θεόφιλο. Του κάνει νεύμα καθησύχασης. Η Κέιτ δαγκώνει απαλά το κάτω χείλος της. Όλο το υπόλοιπο πρόσωπό της χαμογελάει.)

Κ.Μ. : Χρόνια έχω να περάσω απ' τις Αόρατες Πόλεις. Γεια σας. Είμαι η Κέιτ.

 (Το ραδιόφωνο χαμηλώνει. Ο Tom Waits ακούγεται σίγουρος να δηλώνει "cause tonight i'm gonna take that ride, across the river to the jersey side". Η σκηνή κλείνει.) 

Friday, December 11, 2015

Στο μέτωπο το φιλί!

"Εδώ, εδώ", μου είπε και μου έδειξε το μέτωπό της. "Εδώ ακουμπάμε τα δώρα στον πλανήτη μου αν είναι φιλιά. Έτσι ερχόμαστε σε οργασμό. Εκεί καταλήγουν όλες οι απολήξεις των ερωτικών νευρώνων μας. Μόνο που πρέπει να είναι δώρα κι όχι φιλιά καλησπέρας, όχι φιλιά δανεικά, όχι φιλιά σε κήπους Γεσθημανές. Οι σπασμοί μας έρχονται όταν η γλώσσα αγγίζει και δίνεται, όταν στον κύκλο της κίνησής της ξέρει πως ό,τι αφήνει αλλάζει κτήση, όταν στο παιχνίδι της βάζει κανόνες παράδοσης. Μόνον τέτοιους".

"Εδώ, εδώ", μου είπε και άλλαξε μορφή. "Στον πλανήτη μου, αλλάζουμε μορφή όταν μας δίνουν δώρα. Πότε γινόμαστε ουρλιαχτό, πότε ιδρώτας, πότε φωνή, πότε πνίξιμο, πότε σκίσιμο, πότε δάγκωμα, πότε όλα μαζί. Δοκιμάζουμε τα δώρα μας κάποιες φορές. Δεν αρκούμαστε μόνο στο απίθωμά τους στο μέτωπο. Τα φέρνουμε στο στόμα και ψάχνουμε σ' αυτά γνωστές μας γεύσεις. Χναρολατούμε για μονοπάτια σοκολάτας, για ποτάμια κρασιού, για ζάχαρη ομίχλης. Αν βρούμε ίχνη τους τότε γελάμε, τότε ξέρουμε θα γίνουν δώρα μας αγαπημένα, θα χτίσουν σπασμούς σε διάρκεια, θα επαναληφθούν άτακτα, εκτός γιορτών ημερολογίου."

"Εδώ, εδώ", είπε κι έπιασε το χέρι μου. Σήκωσε ψηλά τα μάτια κι άνοιξε το δάχτυλό μου, τον δείκτη. "Δείξε εκεί πάνω, δείξε όποιο αστέρι θες. Εκεί είναι ο πλανήτης μου. Σε αυτό, το πιο φωτεινό απ' όλα που διάλεξες. Φέρε την ευθεία τώρα κι ένωσέ τον με το μέτωπό μου. Έτσι. Άγγιξέ με, μη φοβάσαι, βάλε το δάχτυλό σου εκεί που με φίλησες, εκεί που σε οδήγησα. Τέταρτε, χαμένε μου μάγε, ούτε χρυσό, ούτε σμύρνα, ούτε λιβάνι. Φιλί κουβάλησες, με ένα αστέρι οδηγό κι εσύ, και το άφησες στη φάτνη του μετώπου μου. Κάθε θεός έχει το δώρο που του αξίζει. Κάθε οργασμός επίσης."

Saturday, December 5, 2015

Σχεδιάζοντας μιαν απόδραση

3 μήνες μετά

Φυλακή

Πέρασαν κιόλας τρεις μήνες. Ούτε εύκολοι ούτε δύσκολοι. Βαρετοί. Λίγες οι κουβέντες του, συγκεκριμένο το πρόγραμμα, σχεδόν μετρημένα τα βήματα και οι κινήσεις του στα κελιά, την κουζίνα, το προαύλιο.
Ο Μάρκος Απρίλιος δεν ήταν διάσημος ανάμεσα στους συγκρατούμενούς του, δεν ήταν κι αδιάφορος όμως. Ήταν ο τύπος που σκότωσε για ένα όνομα πατέρα και μάνα. Ήταν επίσης ο τύπος που μετά από φόνους δεν τον κατηγόρησε η πλειοψηφία της κοινωνίας, αντίθετα του πήρε το μέρος. Εδώ και λίγο καιρό μάλιστα, οι συνεντεύξεις ενός υπέργηρου γείτονά του σε εφημερίδα ελαφρών θεμάτων, τον είχε κάνει κάτι σαν ήρωα μυθιστορήματος για το θηλυκό φύλλο της χώρας. Βοηθάει και η ομορφιά του σίγουρα, ήταν όμως και ο τρόπος που ο μπαρμπα-Κούτος τα περιέγραφε, που έκαναν τον Μάρκο συμπαθή ακόμη και στην πιο επιφυλακτική πιτσιρίκα ή κυρία που ξεφύλλιζε την Cappuccino.

Η εφημερίδα έπεσε στα χέρια του Μάρκου τυχαία. Ακουμπισμένη σε ένα παγκάκι του προαυλίου, ξεχασμένη μάλλον από κάποιον που την είχε ζητήσει από φύλακα να του τη φέρει. Είδε τη φάτσα του στο εξώφυλλο. "Πάλι για τη δίκη λένε;" αναρωτήθηκε. Την άνοιξε στις κεντρικές σελίδες. Ολόκληρο το σαλόνι γι' αυτόν. "Γείτονας εξομολογείται: τον πατέρα του δε θα τον σκότωνα, αλλά μια μπούφλα θα του έριχνα"! "Ποιος γείτονας είναι αυτός;" σκέφτηκε ενώ ξεκινούσε να διαβάζει για ιστορίες που όντως του είχαν συμβεί από όταν θυμάται τον εαυτό του ως σήμερα; "Ποιος με παρακολουθούσε από τόσο κοντά και ποτέ δεν τον πήρα χαμπάρι; Αφού με κανέναν δεν είχα σχέσεις". Λίγο ζαλισμένος ξαναδιάβασε το ρεπορτάζ απ' την αρχή, εκεί που περιέγραφε τον γείτονα. Υπέργηρος, μαύρος με κάτασπρα μαλλιά. "Καλέ, ο μπαρμπα-Θεοφάνης Κούτος! Ζει ακόμα αυτός;" είπε φωναχτά με έκπληξη ο Μάρκος. Θυμήθηκε τον πατέρα του, πριν καν πάει σχολείο ακόμη, μέσα στη άγρια νύχτα να ανοίγει την πόρτα του δωματίου του και με μπάσα φωνή να τον ξυπνάει φωνάζοντας "ουουου, είμαι ο Κούτος και τρώω παιδιάααα"!
Πάντα από φόβο τον είχε. Δεν είμαστε ρατσιστές λέμε αλλά λίγο τα λόγια των άλλων, λίγο το διαφορετικό, τον Μάρκο -τον τόσο διαφορετικό από όλους- τον τρόμαζε. Συνήθως τον έβλεπε τα απογεύματα να πλένει ένα πορτοκαλί παράξενο αυτοκίνητο που είχε. Μια απ' τις λίγες φορές που είχαν μιλήσει τον ρώτησε "μπάρμπα, τι αυτοκίνητο είναι αυτό;" και του απάντησε χαμογελώντας με κάτι ολόλευκα δόντια "Pony, ελληνικό, αθάνατο. Πάει ακόμα και με τρεις ρόδες!". Μέσα στα προσωπικά του παραληρήματα τον σκέφτηκε άπειρες φορές να οδηγάει προς την κόλαση με το πορτοκαλί Pony και τη μια ρόδα να λείπει. "Έτσι, ώστε! Ο μπάρμπας με παρακολουθούσε στενότερα από ό,τι πίστευα"!

Από εκείνη τη μέρα ζήτησε κι ο ίδιος να του φέρνουν μια Cappuccino. Μια φορά τη βδομάδα είχε συνέντευξη. Ανάμεσα σε κρασί και τσάι, σε πραγματικότητα και μέθη ο γέροντας περιέγραφε στον χάνο δημοσιογράφο φοβερά και τρομερά πράγματα. Ο Απρίλιος γινόταν Μάρκος κι ο Μάρκος το συμπαθητικό παιδί με την υπερπροστατευτική μάνα και τον άθλιο πατέρα. Και κάπου εκεί, στο μήνα πάνω διάβασε την πρόταση που τον έκανε να σκιρτήσει σκεφτόμενος, για πρώτη φορά ίσως από τότε που ήθελε να αγοράσει μηχανή, μια περιπέτεια: "Τι θα πει ισόβια; Ισόβια είναι μόνο οι πεθαμένοι". Προχώρησε διαγώνια με τη ματιά του τη συνέντευξη θέλοντας να φτάσει στο επίμαχο σημείο. Ξεκάθαρα ο Κούτος του έδινε ένα μήνυμα: Θα τον ελευθέρωνε. Με κάποιο τρόπο θα το έκανε. Ο δημοσιογράφος βέβαια χαμπάρι δεν έπαιρνε. Του αφηγούταν ο άλλος για τα χρόνια του στην Αμερική, τις κομπίνες, την τράπουλα και για τις αποδράσεις του κι αυτός νόμιζε κάνανε βιογραφία. Του έδινε ξεκάθαρες οδηγίες να είναι έτοιμος και να τον ακολουθήσει όταν χρειαστεί, κι ο γραφιάς τού έλεγε να μην πίνει τόσο. Πώς θα γινόταν δεν το αποκάλυπτε, ούτε πότε. Δε νοιαζόταν ο Μάρκος τόσο γι' αυτό εξάλλου. Κάτι να τον κάνει να ελπίζει ήθελε, να ελπίζει σε μια ζωή λίγο διαφορετική και να ελπίζει σε κάποιον που για πρώτη φορά νομίζει ότι πιστεύει σε αυτόν.


Σπίτι γερο-Κούτου

"Στην Αμερική του μεσοπολέμου, λέγαμε, αν βιάζεσαι να βρεις έναν βλάκα μην ψάχνεις, κάλεσε έναν δημοσιογράφο", σκέφτηκε ο Θεοφάνης Κούτος περιμένοντας για τη δέκατη συνέντευξή του τον δημοσιογράφο της Cappuccino. Πια το σχέδιό του βρισκόταν στην τελική ευθεία. Το μόνο που δεν ήταν σίγουρος ήταν αν το διάβαζε και ο Μάρκος Απρίλιος. Σε κάθε συνέντευξη, ανάμεσα σε αλήθειες και παραμύθια, του έδινε οδηγίες για το πώς θα τον βοηθήσει να αποδράσει. Του έλεγε για το ταξίδι που θα κάνουν και για τη μια περιπέτεια που και οι δύο είχαν τόση ανάγκη. Αυτός την τελευταία του, ο Μάρκος την πρώτη του.
Η ιδέα του ήρθε ένα βράδυ αδειάζοντας το τρίτο μπουκάλι κόκκινο σταυρωτό Ραψάνης που του είχε στείλει μια σαραντάρα που είχε λυσσάξει μαζί του, από όταν έγινε γνωστός μέσω των συνεντεύξεων. Μέχρι τηλέφωνο τον έπαιρνε να βρεθούν. "Να βρεθούμε καλή μου, να βρεθούμε αλλά είμαι 100 χρονών, δε μου σηκώνεται πια, με τα δάχτυλα θα κάνουμε δουλειά;" της είχε πει γελώντας και κλείνοντάς της το τηλέφωνο. Είχε χαρεί που θα χρησιμοποιούσε τα παλιά κόλπα, πρακτικές αφημένες για σχεδόν μισόν αιώνα στα πιο βαθειά συρτάρια του μυαλού του. Θα έκαναν την απόδραση όπως έκανε τις δεκάδες δικές του, με τον τρόπο που του έμαθε η Μισόν στην Αϊτή.
Απίστευτο κορμί η Μισόν. Σχεδόν εικοσιπέντε χρονών, πρώτα τον έριξε στο κρεβάτι και τρεις μέρες μετά τον ρώτησε το όνομά του. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη κι αυτό το είχε ξεχάσει. Η άλλη αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέχασε τι κάνανε εκείνο το τριήμερο. Ούτε μια λεπτομέρεια, ούτε μια στάση, ούτε ένα ουρλιαχτό. Μάγισσα μαύρης μαγείας, με βουντού έλεγχε τα θύματά της. Δεν του έμαθε όλα τα μυστικά της, του έμαθε όμως πώς να υπνωτίζει τους άλλους. Κι ήταν τόσο εύκολο! Κι ήταν τόσο χρήσιμο και τόσο διασκεδαστικό! Ειδικά με τους φύλακες. Συνέρχονταν μέρες μετά κι έβλεπαν ένα κελί άδειο και τους ίδιους σε ανάκριση γιατί ο Κούτος τους είχε φύγει! Έτσι, θα το 'κανε και τώρα. Όλους, απ' την είσοδο ως το κελί. Θα 'φτιαχνε ένα ντόμινο από κοιμισμένα ζόμπι. Το καλογυαλιασμένο, πενηντάχρονο Pony, θα τους περίμενε με τη μηχανή αναμμένη έξω ακριβώς απ' τη φυλακή. Σήμερα, στη συνέντευξη, θα έπρεπε να του το πει ξεκάθαρα. Αύριο το βραδάκι θα πέρναγε να τον πάρει. Η εφημερίδα θα κυκλοφορούσε το πρωί και καλώς εχόντων των πραγμάτων μεσημεράκι ο Μάρκος Απρίλιος θα τη διάβαζε.

Ντιν-ντον!!  (ο γερο-Κούτος πηγαίνει προς την πόρτα μονολογώντας "έφτασε το χάπατο"...)

-Μπάρμπα Θεοφάνη, καλησπέρα. Τι σου έφερα σήμερα; Δες εδώ! Κόκκινο Βουργουνδίας, χρονιά 1996, το καλύτερο που κυκλοφορεί. Μου υποσχέθηκες όμως κι εσύ ότι θα μου πεις τα καλύτερα! Θα τους τρελάνουμε πάλι τους αναγνώστες!
-Ε, δεν είμαι μόνο εγώ που λέω τα καλύτερα. Είσαι κι εσύ που είσαι τζιμάνι και μου κάνεις τέλειες ερωτήσεις.

-Σ' ευχαριστώ μπάρμπα, δίκιο έχεις όμως, όλοι έτσι μου λένε!

Saturday, November 28, 2015

Ένα δέντρο, ένα μπουκάλι κρασί κι ένα αλυσοπρίονο



(Ένα ραδιόφωνο ακούγεται)

"Αχ, τι θα γίνει ετούτο το παιδί, έλεγε η μάνα μου κρυφά πίσω από 'μένα"...

-Α, ήρθατε; Πάνω στην ώρα. Μισό λεπτό να χαμηλώσω το ραδιόφωνο...
Ο Μάρκος Απρίλιος... τι παιδί! Τον ξέρω μια ζωή. Μια ζωή δικιά του ,γιατί εμένα τα χρόνια μου είναι άλλες δυο ζωές. Γείτονάς του, από όταν γεννήθηκε ως τα τελευταία γεγονότα, τον ξέρω καλύτερα κι απ' τον καθρέφτη του. Ποιον καθρέφτη όμως; Α, δεν το γνωρίζατε αυτό; Είχε πρόβλημα. Θεωρούσε ότι ήταν πολύ άσχημος. Σπάνια κοιταζόταν σε καθρέφτη γι' αυτό και πολλές φορές έβγαινε εντελώς αχτένιστος, με ρούχα αταίριαστα, με μουτζούρες απ' τα στυλό του στο πρόσωπο. Η αλήθεια; Έτη φωτός μακριά. Το 'χετε δει και μόνοι σας. Τόσους τίτλους γεμίσατε τις εφημερίδες σας με το "μοντέλο δολοφόνο". Ο Μάρκος είναι κούκλος. Πόσα κορίτσια δεν άκουσα περνώντας από εδώ να λένε "αχ, γιατί τέτοια ομορφιά να πηγαίνει χαμένη" και πόσα ακόμη δεν συμπλήρωναν "καλά, ας τον έπειθα εγώ να βγούμε ένα βράδυ και θα 'βλεπες πώς θα στρώσει". Αν τον έπεισε ποτέ καμία; Ναι, αρκετές φορές. Όλα τέλειωναν όμως έξω απ' την αυλόπορτά του. Αυτές έκαναν την κίνηση να τον φιλήσουν, αυτός κοντοστεκόταν, το σκεφτόταν, μετά ανακάτευε τα μαλλιά του κι έφευγε τρέχοντας προς το σπίτι. Κι εκείνες εκεί, αποσβολωμένες, να βλέπουν τον Άδωνι να απομακρύνεται, το στρώσιμό του να μην έρχεται.

Παρακολούθησα τη δίκη. Συνεχώς στο όνομά του αναφερόταν. Το περίμενα. Άπειρα μεσημέρια μέσα στην απόλυτη ησυχία της γειτονιάς ακουγόταν μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό προσωπικής δυστυχίας, κάτι σαν "μα Απρίλιος ρε μάνα; Γαμώτο μου, Απρίλιος; Στη Ρώμη με κάνατε"; Ότι θα 'φτανε εκεί; Όχι. Γι' αυτό το λόγο τουλάχιστον δεν το περίμενα. Ποιος σκοτώνει μωρέ για ένα όνομα; Τσακωμούς είχαν και γι' άλλους λόγους. Ναι, βέβαια, δεν ήταν εύκολο παιδί ο Μάρκος, δεν ήταν εύκολοι γονείς και οι δικοί του. Μετά τον στρατό ας πούμε ήθελε μηχανή. Τους έλεγε ότι θα την παίρνει και θα χάνεται για μήνες γυρνώντας την Ελλάδα. Τότε την μάνα του την έπιαναν κρίσεις πανικού. Του έλεγε να βρει δουλειά, να αγοράσει μηχανή με τα λεφτά του και μετά αν του δίνουν άδεια για μήνες να πάει όπου θέλει και να την αφήσει να πεθάνει αυτή απ' την αγωνία της. Κι αυτός; Αυτός κοπάναγε τις πόρτες και τους έλεγε "θα φύγω, να το ξέρετε. Θα φύγω και θα 'ναι μέρα μεσημέρι". Κάπου εκεί παρενέβαινε ο πατέρας του με το άθλιο χιούμορ και συμπλήρωνε ατάκες του στυλ "μεσημέρι μπορεί να 'ναι, Απρίλης μόνο να μην είναι". Ε, να πω την αλήθεια, δε θα τον σκότωνα αλλά κι εγώ μια μπούφλα θα του την έδινα.

Το δέντρο που έχουν στο πλάι του σπιτιού το φύτεψε ο παππούς του. Δεν τον γνώρισε ποτέ, πέθανε πριν γεννηθεί. Δεν ήμουν φίλος με τον παππού του γιατί ήταν τσακωμένοι οι γονείς μας αλλά όσο μεγαλώναμε ένα γεια το λέγαμε. Άσχετο αυτό, το ξέρω, για τον πιτσιρικά θέλετε να σας πω σήμερα. Ναι, είναι το πιασάρικο θέμα των ημερών. Δύσμοιρε Μάρκο, έφαγες τα ισόβια και μόλις περάσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης όλοι θα σε ξεχάσουν. Ίσως βέβαια αυτό να θες. Να μην ασχολείται κανείς με εσένα.  Το δέντρο λοιπόν που σας έλεγα έχει ένα παράξενο όνομα. Επιστημονικά λέγεται Μελία η Αζεδαράχειος. Κανείς δεν το θυμάται έτσι όμως. Τουλάχιστον όχι στον τόπο μας. Εδώ το λέμε Μάη. Καταλαβαίνετε τη συνέχεια, έτσι; Τριών-τεσσάρων χρονών ήταν ο Μάρκος κι ο πατέρας του τον έστησε μπροστά στο δέντρο και του λέει "και τώρα να σου γνωρίσω τον αδερφό σου. Από εδώ ο Μάης" κι έλιωσε στα γέλια... Στο τσακ εκείνο το μεσημέρι δεν του πέταξα πέτρα στο κεφάλι.
Ξέρω, είναι μικρές ιστορίες που αν σε εμένα έχουν μείνει χαραγμένες κυρίως για το κλάμα ή την αντίδραση του μικρού, φαντάζομαι σ' αυτόν πώς  θα σωρεύονταν μέσα του όλα αυτά τα χρόνια. Πολύ μιλάω έ; Εντάξει, στην απομαγνητοφώνηση κρατήστε μόνο τα πιασάρικα. Είμαι μεγάλος, γέρος πολύ, για τα χρόνια μου καλά κρατιέται το μυαλό μου. Έχετε ακούσει πώς μιλάτε εσείς οι δημοσιογράφοι; Μην ανοίγουμε όμως κι αυτή την κουβέντα. Δε σας παίρνει σας λέω!

Το δέντρο που έλεγα, ναι έχει άμεση σχέση με την ιστορία μας. Ο μπαμπάς του έφερε το αλυσοπρίονο πριν ένα μήνα περίπου. Ο Μάης είχε μεγαλώσει πολύ και το ένα κλαδί του έπεφτε στη στέγη του σπιτιού τους. Θα την γκρέμιζε αν το αφήνανε. Στην αρχή το δοκίμαζε αλλά δεν τον είδα να τα πολυκαταφέρνει μόνος του. Βρουμ βρουμ και του σβηνε. Φώναξε τον Μάρκο τότε. Πάντα Απρίλη τον έλεγε, ποτέ Μάρκο. "Απρίλη, κατέβα λίγο να με βοηθήσεις"! "Τι είναι; Τι θες, δεν μπορώ τώρα, κάτι γράφω"! "Θα το γράψεις μετά, κατέβα να με βοηθήσεις μισή ώρα. Θέλω να κόψω τον αδερφό σου"! Το μπαμ μιας πόρτας κι ένα "γαμώ την τύχη μου" ήταν το σημάδι ότι κατέβαινε να βοηθήσει. Σκαρφάλωσε στο δέντρο και έκοψε το κλαδί. Μετά κατέβηκε και το τεμάχισε σε μικρά κομματάκια. "Μπράβο" του είπε ο χαζοπατέρας. "Ο αδερφός σου θα μας κρατήσει ζεστούς πολλά βράδια ετούτο τον χειμώνα". Δεν αντέδρασε. Έφυγε και κλείστηκε πάλι στο δωμάτιό του.
Όχι, εκείνο το βράδυ δεν τον άκουσα. Ξέρετε, πίνω λίγο παραπάνω τις νύχτες. Στα 84 μου τι να φοβηθώ πια; Ακόμη κι οι αρρώστιες με βλέπουν κι αλλάζουν δρόμο. Έτσι και τότε άδειασα τις δυο μπουκάλες με το ξινόμαυρο που μου είχε στείλει η κόρη μου απ' τη Νάουσα και κατά τις δώδεκα κοιμήθηκα βαριά. Δεν ξύπνησα παρά απ' τις σειρήνες το πρωί. Ναι, δίκιο έχετε, πολύ δυνατά πρέπει να ακούστηκε το αλυσοπρίονο μέσα στην ησυχία της βραδιάς αλλά σας είπα, δεν άκουσα τίποτα. Ούτε βρουμ-βρουμ, ούτε ουρλιαχτά αν υπήρξαν, ούτε μάχη, ούτε τίποτα. Μέσα σε λίγες ώρες ο Μάρκος είχε τεμαχίσει τον αδερφό του και τους γονείς του. Όχι, δεν είναι χαιρεκακία, μη μου χρεώσετε τίποτα τέτοιο στο ρεπορτάζ σας. Εγώ το αγαπάω το παιδί. Λέω τη φράση που θα χρησιμοποιούσε ο πατέρας του!

Νυχτώνει. Θα φύγετε κύριε δημοσιογράφε; Καθίστε αν θέλετε. Θα σας πω για τότε, στα δεκάξι του που αγόρασε ντραμς και τα 'φερε στο σπίτι. Ανακοίνωσε στη μάνα του ότι θα έπαιζε μόνο όταν έλειπαν αυτοί κι ότι θα γινόταν διάσημος. Θα έκανε το πρώτο ελληνικό συγκρότημα που τραγουδούσε μόνο ιαπωνικούς στίχους. Καλέ εννοείται, δυο μήνες μετά τον ανάγκασαν να τα ρίξει στον κάδο των σκουπιδιών... Μείνετε, είναι μεγάλη ιστορία. Να βάλω κρασάκι; Ανεβάζω πάλι το ραδιόφωνο, δε σας ενοχλεί;

"Μάνα στις εφημερίδες, πες μου αν με είδες..."

Monday, November 23, 2015

Μάρκος Απρίλιος: μη γελάτε!

Είμαι ο Μάρκος Απρίλιος. Μη γελάτε, όχι κι εσείς. Αυτή την αντίδραση αντιμετωπίζω σε όλη μου τη ζωή. Οι γονείς μου νόμιζαν ότι είχαν χιούμορ. Τελικά κατάφεραν να φτιάξουν έναν άνθρωπο γεμάτο ψυχολογικά προβλήματα, που έχει περάσει τα δώδεκα απ' τα εικοσιοχτώ χρόνια της ζωής του στα κρεβάτια και τις καρέκλες συνεδριών και ομάδων υποστήριξης. Έχω ξεχάσει πια τον αριθμό των ψυχολόγων που έχω γνωρίσει. Ευτυχώς, εδώ μέσα νομίζω θα ηρεμήσω. Έπρεπε να το 'χα κάνει νωρίτερα, ίσως τώρα να ένιωθα κάπως φυσιολογικά. Να μην έτρεμα στην ιδέα του πρώτου εγερτηρίου, της πρώτης αναφοράς, της πρώτης γνωριμίας, του πρώτου καυγά. Όπως και να' χει θα προσπαθήσω να επιστρέψω στην αρχή. Εδώ μέσα έχω ένα safe, είμαι ένα νούμερο και αυτό θα παλέψω να κρατήσω για όλους. Το όνομά μου θα είναι μια συμφωνία σιωπής ανάμεσα στη γλώσσα μου και τη μνήμη μου. Ομερτά.

Γεννήθηκα την δέκατη έβδομη μέρα του Απριλίου του 1987. Μάρκος ήταν ο σκύλος των γονιών μου. Το Απρίλιος τους βγήκε αυθόρμητα στο ληξιαρχείο. Πριν καν με βαφτίσουν με φώναζαν και με τα δύο ονόματα. Στο Μάρκος τρέχαμε κι εγώ και το λυσσάρικο. Στο Απρίλιος αυτό καθόταν και γρύλιζε κι εγώ πήγαινα με τρόμο μη με κάνει μια χαψιά που του είχα κλέψει το χάδι και το φαγητό.
Τα χρόνια περνούσαν και δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς τι κουβαλούσα ως προίκα. Έγινε όμως την πρώτη μέρα στο σχολείο. Η προσγείωσή μου ήταν απότομη, το Απρίλιος έγινε Μάιος, Ιούνιος, Δεκέμβρης, Χριστούγεννας, Πάσχας και ό,τι μπορούσαν ένα, δέκα, τριάντα εξάχρονα να φανταστούν. Το κλείσιμο στην τουαλέτα για τέσσερις ώρες, με κλάμα και ουρλιαχτά, ήταν η φυσιολογική κατάληξη. Τα παιδιά δεν έχουν τόσο καλή ψυχή όσο λέγεται. Ανθρωποφάγα είναι. Τουλάχιστον μαζί μου αυτό ήταν. Μετά ήρθε ο πατέρας μου, με έπεισε να ανοίξω, με πήρε σπίτι και μου εξήγησε ότι δεν έπρεπε να ντρέπομαι, ότι όλων τα ονόματα είναι κάπως περίεργα. Έλα μου όμως που δεν ήταν. Γιάννης, Κώστας, Σπύρος, Αντώνης, Γιώργος... τόσα φυσιολογικά, αδιάφορα, ωραία ονόματα. Εισιτήρια ξεγνοιασιάς. Όλα εκτός απ' το δικό μου. Μάρκος Απρίλιος... Ένα χρόνο πριν είχε γίνει το ατύχημα του Τσέρνομπιλ. Μάλλον τους δικούς μου τους είχε πειράξει περισσότερο απ' τους υπόλοιπους Έλληνες.
Τι τα σκέφτομαι τώρα; Όλα μου τα παιδικά χρόνια, όλη μου η ζωή έτσι εξελίχθηκε. Τα ραντεβού με τα κορίτσια, οι συνεντεύξεις για δουλειά, η θητεία στο στρατό. Όλα μια αποτυχία, μια κοροϊδία, μια ντροπή...


 Γιατρέ μου δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Τα είπα και στη δίκη εξάλλου, μπορείτε να ενημερωθείτε απ' τα πρακτικά της. Τους σκότωσα και νομίζω έκανα αυτό που θα ηρεμήσει την ψυχή μου. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού λένε οι γραφές κι εγώ είμαι βαθιά θρήσκος κατά μια δικιά μου οπτική. Με κατέστρεψαν και τους το επέστρεψα. Τώρα θα τιμωρηθώ στη γη για την πράξη μου και όταν έρθει η ώρα στον ουρανό για την αμαρτία μου. Δεν έχω τύψεις όμως.  Κι ούτε μετανιώνω. Από σήμερα, από εδώ και πέρα, είμαι ο φυλακισμένος νούμερο 1741987. Μπορώ να φύγω; Μπορώ να πάω στο κελί μου;

Sunday, November 15, 2015

Τέλος του κόσμου: Πέντε χρόνια μετά. Κι άλλα πέντε.


Μέρα 1825η ΜτΚ

Επέτειος σήμερα. Πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια μόνη. Τι ήταν αυτό; Από πού ήρθε; Γιατί κανείς δεν το πρόβλεψε; Και πώς δηλαδή; Τους εξαφάνισε όλους σε όλο τον κόσμο; Ναι στην πόλη μου, ναι ως εδώ που έχω φτάσει. Μόνο σκόρπια ζώα σαν την Κάρλι, τη σκυλίτσα μου που με βρήκε ένα απ' τα πρώτα βράδια. Τι θα 'κανα αλήθεια χωρίς αυτή; Θα 'χα τρελαθεί, ε; Αντέχει ο άνθρωπος χωρίς καμιά παρέα; Αντέχει το μυαλό του χωρίς επιβεβαίωση ότι κάποιος τον ακούει, κάποιος, έστω στοιχειωδώς, τον καταλαβαίνει; Πέντε χρόνια Μετά την Καταστροφή. Πολιτισμός διαλυμένος αλλά η Φύση σιγά-σιγά ανακάμπτει. Κι είναι αυτό η πιο δυνατή φωνή ότι η ζωή μπορεί να συνεχιστεί και δίχως τον άνθρωπο. Είναι η επιβεβαίωση των προσγειωμένων, των νηφάλιων πριν την καταστροφή, που έλεγαν ότι είμαστε απλά ένα ακόμη δημιούργημά της, ότι αν συνεχίζαμε να μην τη σεβόμαστε θα έκανε ό,τι είχε κάνει με τόσα άλλα δημιουργήματά της μέσα στις χιλιετίες: θα μας εξαφάνιζε.
Μόνη μου λοιπόν; Κοιτάζω τα βράδια τον ουρανό. Βλέπω σκόρπιους δορυφόρους. Στην αρχή έλεγα ότι για να είναι εκεί πάνω ίσως να υπάρχουν κι εδώ κάτω κάποιοι που τους χειρίζονται. Τώρα δεν το λέω. Ξέρω, είναι απομεινάρια ενός πολιτισμού που κάποτε άκμασε και κατάφερε σπουδαία πράγματα. Δυστυχώς, όχι μόνο τέτοια. Θυμάμαι τους πρώτους μήνες τι τρόμος, τι πόνος, τι πανικός σε μια μόνο σκέψη: τι κάνουν οι άνθρωποι που ήταν στο διάστημα, στον διαστημικό σταθμό τη στιγμή της καταστροφής; Έχουν ξεμείνει εκεί πάνω και περιμένουν απλά το τέλος τους απ' την πείνα; Φαγώθηκαν μεταξύ τους; Αυτοκτόνησαν;... Ουφ, το αποδέχτηκα. Είδα τόση φρίκη στην πόλη μου, μπαίνοντας σε άλλες πόλεις που όλα πια μου φαίνονται φυσιολογικά. Σαν και να έχει μπει μια ασπίδα ενάντια σε κάθε αισθηματικό πόνο. Δε νιώθω ρε παιδί μου, πώς να το πω; Έτσι μου έφυγε κι ο φόβος. Ακούω ουρλιαχτά στη νύχτα και δεν τρομάζω. Ακούω θορύβους κοντά μου στο σκοτάδι και απλά προσπαθώ να ηρεμήσω την Κάρλι. Δεν έχει ανθρώπους. Ζώα είναι, μόνα σαν κι εμένα, που με φοβούνται και κρατάνε την απόσταση που θεωρούν ασφαλείας.


Μέρα 2190η ΜτΚ

Ένας ακόμη χρόνος. Να ανάψουμε κεράκι Κάρλι; Γελάς; Αλήθεια το λέω. Έτσι κάναμε παλιά. Στα γενέθλια ανάβαμε κεράκια, κάναμε ευχή και τα σβήναμε προσπαθώντας να μη μείνει κανένα αναμμένο. Μόνο έτσι έπιανε η ευχή. Εγώ τι ευχόμουν; Τα πιο τρελά. Ήθελα να εκθέσω το τζίνι. Ας πούμε να μιλάω ιαπωνικά άπταιστα ως τα επόμενά μου γενέθλια. Εννοείται ποτέ δε γινόταν. Αλλά... τώρα που το σκέφτομαι, τώρα που είμαστε μόνοι μας εδώ, γιατί όχι; Λοιπόν, Κάρλι, από σήμερα μιλάμε ιαπωνικά. Ναι-ναι, κι εγώ κι εσύ. Γαβ είναι το γαβ στα ιαπωνικά. Ποιος ξέρει πώς να 'ναι στα ελληνικά; Πάει αυτή η γλώσσα, χάθηκε μαζί με τους κατοίκους της. Ό,τι έχει μείνει απ' τον πολιτισμό της γης είμαι εγώ με τις θύμησές μου και την τελευταία γλώσσα που διασώζω μέσω ετούτου του ημερολογίου: τα ιαπωνικά!

[Σημείωση να σκιστεί και να καεί: Χαχχαχαα, πολύ αστείο αυτό με τα ιαπωνικά. Φαντάζομαι όταν μετά από αιώνες ένας ιπτάμενος δίσκος από κάπου πολύ μακριά θα προσγειωθεί και θα βρει το ημερολόγιό μου και θα καταγράψει ετούτη τη γλώσσα ως ιαπωνικά!!! Αυτό είναι η παραχάραξη της ιστορίας που λέγανε! Γιούχου, είμαι παραχαράκτης και πολύ γουστάρω.]

Περπατάω αλλά όχι συνέχεια. Τριγυρίζω μετά από μήνες κατασκήνωσης κάπου που μου αρέσει πολύ. Αποφεύγω τη θάλασσα. Προτιμώ να κινούμαι ηπειρωτικά. Μου αρέσει να την κοιτάζω αλλά πια μου φέρνει μεγάλη θλίψη. Δεν είμαι για μελαγχολίες, έχω πολλές σκοτούρες να διαχειριστώ, όχι κι αυτή. Είναι ένα όριο η θάλασσα. Δε θα μπορέσω να τη διασχίσω ποτέ μόνη μου. Δεν ήξερα ιστιοπλοΐα, δεν είχα μπει ποτέ σε μικρή βάρκα παρά μόνο στα πλοία της γραμμής. Και δεν ξέρω μπάνιο. Πού να πάω λοιπόν; Να πνιγώ; Άσε τώρα. Έχω έναν πολιτισμό να συνεχίσω. Μια γλώσσα να διαιωνίσω... Χαχαχαχχαχαχχααα... Βρε λες να μου στρίβει;


Μέρα 2555η ΜτΚ

Άλλος ένας χρόνος. Χωρίς σεξ. Πώς ήταν, αρχίζω να το ξεχνάω; Ναι, αυτό μου λείπει πιο πολύ απ' όλα. Είναι εξάλλου και η μόνη ζωτικής σημασίας ανάγκη μου που δεν μπορώ να ικανοποιήσω. Πόσες φορές, όλο και πιο συχνά, τα πόδια μου καίνε, μουσκεύω, τα παρατάω όλα και αρχίζω και χαϊδεύομαι εκεί που βρίσκομαι. Τι τάχα μου, θα με δει κανείς, θα εκτεθώ; Βαρέθηκα όμως. Τι να κάνω τις φαντασιώσεις των κατά μόνας ικανοποιήσεών μου όταν ξέρω ότι κανείς πια δε θα βρεθεί να μπει μέσα μου, να τον νιώσω να παλινδρομεί έρωτα και ηδονή, να ιδρώνει εξάντληση γλυκιά, να δαγκώνει ουρλιαχτά και να τελειώνει μαζί μου θάλασσες; Είμαι πιτσιρίκα και ότι σταμάτησα να πηδιέμαι τόσο νωρίς μπορεί να κάνει ότι δεν κατάφερε η μοναξιά και φρίκη: να με οδηγήσουν στην αυτοκτονία. Είπαμε: η κουβέντα είναι για μια ζωτική μου ανάγκη.
Τι γαβγίζεις γριούλα μου; Εσύ πέρασες τα δώδεκα, δε σκέφτεσαι τέτοια πια. Εγώ αντίθετα, πριν τα τριάντα, όλο και περισσότερο ζαλίζομαι στην έλλειψή του. Το 'χει εξάλλου κι η φυλή μου, είναι ίδιόν της. Έτσι είμαστε στην Ιαπωνία, sex addicts που λέγανε κι οι Κινέζοι... [Χαχαχαχχαχα τέλεια περνάω η παραχαράκτρια!] Τώρα καταλαβαίνω τον δύσμοιρο τον Αδάμ και τη φιλολογία του Χριστιανισμού. Τον έφτιαξε ο Θεός και μάλλον πηδούσε ακόμη και τα καρπούζια. Γι' αυτό σκέφτηκε και του έστειλε την Εύα. Ή τον Ντέιβιντ. Δεν είμαι σίγουρη. Μεγάλοι ψευταράδες ήταν εξάλλου οι συγγραφείς των θρησκειών. Μην κοιτάς εμένα που είμαι αληθινή σαν παγόδα στην Κατερίνη. Χμ, τι είναι θρησκεία; Ούτε αυτό το ξέρεις; Θρησκεία ήταν κάτι σαν αυτό που έχουμε στήσει εμείς οι δύο εδώ πέρα. Ξεκινούσε πάντα με έναν (εμένα δηλαδή) σε έναν ολόκληρο κόσμο, ύστερα ερχόταν μια παρέα (εσύ δηλαδή) και στην πορεία έμπαιναν κανόνες που έπρεπε να ακολουθηθούν από όλους (απ' τους εξωγήινους που θα έρθουν μετά από χιλιάδες χρόνια δηλαδή). Βάζω λοιπόν τώρα τον πρώτο κανόνα: Οι Ιάπωνες μπορούν να αυνανίζονται παντού και πάντα κι αυτό είναι φυσιολογικό. Οι υπόλοιποι μόνο κάτω από μουριές 6-7 το απόγευμα...
Λαλλαλααλλα... και εγένετο τρέλα!


Μέρα 2691η ΜτΚ

Έφυγε και το δίσεκτο. Γρουσούζικο έτος. Έχασα την Κάρλι πριν δυο βδομάδες. Σαλάτα το μυαλό μου. Δεν την έθαψα. Θα δενόμουν με τον τόπο κι αυτό θα ήταν και το δικό μου τέλος. Νομίζω με σώζει το ότι κινούμαι, το ότι περπατάω. Έχω διασχίσει τη μισή Ευρώπη. Νότια Ευρώπη. Αποφεύγω τα μεγάλα κρύα. Δε νομίζω θα τα καταφέρω να επιβιώσω στα χιόνια. Ούτως ή άλλως η Καταστροφη άλλαξε τον καιρό. Μια τέφρα έχει κάνει πιο αχνό τον ήλιο. Σίγουρα 8-10 βαθμοί πιο κάτω από ό,τι είχαμε πριν. Ίσως φτάνοντας στην Ιβηρική να κάνω την απόπειρα απ' το Γιβραλτάρ να περάσω απέναντι. Θα δω πώς. Αφού πρώτα κάνω δοκιμές με βάρκες κοντά στην ακτή, θα περιμένω μέρα άπνοιας και θα το τολμήσω. Κάπως έτσι μάλλον. Πρέπει να ψάξω πιο ζεστά μέρη. Τώρα πάντως σκέφτομαι την παράκαμψη ως το Παρίσι. Του χρόνου τέτοια εποχή, άνοιξη, θα το κανονίσω να είμαι εκεί. Όταν θα λιώνουν τα χιόνια και θα είναι υποφερτές οι νύχτες. Ήταν τεράστια πόλη, δεν ελπίζω αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί ένας ακόμη να περιφέρεται μέσα στην τρέλα του στα ερείπιά της. Μπορεί να έχει αυτοανακυρυχτεί ο Βασιλιάς του Άιφελ. Τι ήταν το Άιφελ; Τίποτα, μη δίνεις σημασία. Ένα ζαχαροπλαστείο. Είχανε σε μεγάλη εκτίμηση τις τάρτες του πριν γίνει το μπουμ. Θα του μιλήσω στα ιαπωνικά, θα του τα μάθω αφού δε μιλάω άλλο παρά ελάχιστα κινέζικα. Θα τα βρούμε, είμαι σίγουρη. Εξάλλου είμαι η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου, πώς να μου αντισταθεί. Και με σεξουαλική πείνα που θυμίζει άραβα βροντόσαυρο μετά από ραμαζάνι. Χαχαχαχχχαα σαλεύω!
Την έκαψα. Την Κάρλι λέω. Έχω την τέφρα της στο σάκο μου. Τώρα ψάχνω καινούριο σκυλάκι. Πάνε μήνες από όταν είδα το τελευταίο. Ήταν άγριο, του γάβγισε κι η Κάρλι και δε μας πλησίασε. Ελπίζω να φανώ πιο τυχερή περνώντας απ' τις εξοχές. Θα αφήσω σε λίγο το κατάλυμά μου. Δε θα βιαστώ, θα ξεχειμωνιάσω σε χωριό με πολλά ξύλα και κάποιο σπίτι όρθιο αλλά ο στόχος θα παραμένει το Παρίσι. Σε ένα χρόνο από τώρα. Εκτός... εκτός κι αν ένας άντρας, μια γυναίκα βρεθεί κάπου στο μεσοδιάστημα. Τότε μαζί θα αποφασίσουμε, μαζί θα σχεδιάσουμε, μαζί θα πάμε. Αφού πρώτα κάνουμε σεξ.


Μέρα 3056η ΜτΚ

Παρίσι. Είμαι σε σοκ. Η μισή πόλη είναι άθικτη. Δεν πίστευα ότι θα ξανάβλεπα κάτι τέτοιο. Σαν και να μην πέρασε από εδώ ο Αρμαγεδδών. Δεν έχω βρει κανέναν ακόμη αλλά έχω πια ελπίδες. Περπατάω από χτες σε κάθε δρόμο με τη σειρά και φωνάζω. Δεν έχω πάρει απάντηση αλλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί ρε γαμώτο. Τώρα είμαι σε ένα σούπερ μάρκετ. Άπειρες προμήθειες στα ράφια άθικτες. Με προβληματίζει αυτό. Αν ζούσαν άνθρωποι θα τις είχαν πάρει. Αν όμως ζει μόνο ένας, δύο; Τότε είναι πολλά τα σούπερ μάρκετ και ίσως δεν έχουν πάρει ακόμη από εδώ. Δε χάνω το κουράγιο μου. Πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια ξαναβρήκα αυτά τα χαρτάκια που διπλώναμε στην τσέπη και πάνω τους γράφαμε "Ελπίδα". Ε, δε θα τα πετάξω τόσο εύκολα!
Γεμίζω τον σάκο μου τρόφιμα και νερό. Παίρνω μολύβια και χαρτιά. Θα συνεχίσω το ψάξιμο. Είναι δυο ώρες ακόμη για τη νύχτα. Αν και τότε θα συνεχίσω λίγο ακόμη. Μια φωτιά αναμμένη φαίνεται καλύτερα στο σκοτάδι. Φεύγω.


Ντριιιιιιιιιιιν! Ντριιιιιιιιιιιιν! Ντριιιιιιιιιιιν!

Έχω κοκαλώσει. Είναι τηλέφωνο. Το τηλέφωνο του Σούπερ Μάρκετ χτυπάει. Έχω κοκαλώσει. Όχι, πρέπει να τρέξω, να το προλάβω, να ξεπεράσω την έκπληξη. Παρατάω το μολύβι, τρέχω, θα σου γράψω μετά τι έγινε!

-Ν... ν... ναι; Παρακαλώ;
-ちょっと
-.... ε;
-こんばんは

-... Πλάκα μου κάνετε, ε;

Wednesday, November 11, 2015

7 μικρές ιστορίες για μικρά και μεγάλα μαχαίρια



1. -Γεια σου, πώς σε λένε;
-Σαρτρ. Εσένα;
-Παππού. Θες να πάμε μια βόλτα;
-Ναι, πάμε. Έχεις κάπου κατά νου;
-Κάτι σκέφτηκα. Σε ένα χωράφι εδώ παρακάτω υπάρχει ένα μεγάλο δέντρο που μοιάζει με μαχαίρι. Πάμε εκεί, να καθίσουμε στη σκιά του, και να μιλήσουμε στην ησυχία.
-Τέλεια. Και ξέρεις; Αν πηγαίνουμε κάθε μέρα εγώ θα σου γράφω μια διαφορετική ιστορία για αυτό το μαχαίρι.
-Κάθε μέρα μια ιστορία; Για πόσο;
-Για πάντα.

2. Οξείδιο ζιρκονίου! Από αυτό θα μπορούσε να είναι φτιαγμένο το σπαθί των Τζεντάι, η κάνη του όπλου του Ρόλαντ απ' τη Γαλάαδ της Μέσης Γης, το φερμουάρ στη φούστα μιας χορεύτριας σε καμπαρέ στο τέλος του σύμπαντος, το σφράγισμα στο δόντι απόγονου του Σίζαρ στον πλανήτη των πιθήκων.   Ακούγοντας αυτό το όνομα θα μπορούσα να το συνδέσω με κάτι εξωτικό, φανταστικό, λίγο μυστικιστικό, σίγουρα σπάνιο, ίσως και επικίνδυνο για όποιον το έχει στην κατοχή του ή το ψάχνει. Εν τέλει, ο κόσμος μας είναι πιο απλός, τα ονόματα απλά κάνουν εφέ. Από οξείδιο ζιρκονίου είναι φτιαγμένα τα κεραμικά μαχαίρια. Δηλαδή και το πράσινο που αγόρασα σήμερα κι έκοψα κακοσχηματισμένα κυβάκια όλα τα λαχανικά της χορτόσουπας που έφτιαξα.

3. Αγαπημένη μου συνήθεια είναι να παίζω με το στυλ λατρεμένων μου ποιητών και συγγραφέων. Ας πούμε ότι κάνοντάς το αυτό με βοηθάει στο να μην τους θεοποιώ. Να τους αγαπώ ως θνητούς και να τους ερωτεύομαι ως τέτοιους. Να δώσω ένα παράδειγμα. Τιμ Μπάρτον και μελαγχολικός θάνατος του Στρειδάκη:

Ο ΜΑΧΑΙΡΟΧΕΡΑΚΗΣ
Τάνια λέγανε τη μαμά μου
και γονιμοποιήθηκα με εξωσωματική
απ' το σπέρμα του μπαμπά μου
που του ξέφυγε πάνω σε μαχαίρι με λάμα κεραμική.
Εννιά μήνες με κυοφορούσε
κι όταν έφτασε η στιγμή
μόνος μου το αποφάσισα
γεννήθηκα με καισαρική.

4. Διαβάζω κάθε μέρα την ενημέρωση για τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Σήμερα κυκλοφόρησαν φωτογραφίες απ' το μαχαίρι με το οποίο ο Ρουπακιάς σκότωσε τον Παύλο Φύσσα. Πρώτη σκέψη, ταυτόχρονη της ανατριχίλας ήταν ο στίχος του Καββαδία: πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

5. Πάντα με ενοχλούσε αυτό το Κ στο αγγλικό Knife. Από έξι χρονών που μου το 'μαθε η κυρία Σταυρούλα στην τάξη των αγγλικών. Τι δουλειά έχεις εκεί καλό μου; Ποιο βράδυ η ορθογραφία ήπιε τόσο που χώθηκε αθόρυβα, ολόγυμνη, στα σεντόνια της γραμματικής; Τι παράξενο δέσιμο φθόγγων είναι αυτό;  Κι από ποιους κρύβεσαι; Γιατί κανείς μας να μην αναφέρει ότι σε είδε, ότι είσαι εκεί, στη λέξη; Ιγκόγνιτο θα ζεις στα κείμενα και τους φόνους που συμβαίνουν στο νησί;

6. Να ανοίξω μια παρένθεση, ακόμη και τα σκυλάδικα έχουν μια βάση νομίζω. Όχι, δεν είναι του ρεπερτορίου μου, χιλιόμετρα απέχουν απ' τα δικά μου ακούσματα, κάποιων τους στίχους όμως λίγο-πολύ όλοι τους έχουμε ακούσει. Έστω και παρωδώντας τους. Ο παππούς μου λοιπόν, απ' τον εμφύλιο πήρε προίκα μια μαχαιριά. Κάτω χαμηλά στο πόδι. Ξιφολόγχη για την ακρίβεια. Τραύμα διαμπερές, σημάδι κι απ' τη μια κι απ' την άλλη. Δε μιλούσε ποτέ γι' αυτή. Μόνο στα δύσκολα του χειμώνα, στα κρύα και τις υγρασίες του όταν πονούσε, έβριζε τις λάμες, τους ανθρώπους που σφάζονται και τους ανθρώπους που κρατάν μαχαίρια. Με πιάναν τα γέλια εμένα και του τραγουδούσα για του "νταβατζή τη μαχαιριά". Κωλόπαιδο μ' ανέβαζε, τσογλάνι με κατέβαζε. Γελούσαμε μαζί στο τέλος. Κλείνει η παρένθεση.

7. -Και τα γλυκά γιατρέ;
-Εννοείται! Πρώτα τα γλυκά.
-Όλα; Ούτε σοκολάτες; Αν δε φάω μία μετά το φαΐ το μεσημέρι και λίγη μερέντα το απόγευμα δεν αντέχω. Και το βράδυ λίγο πριν τον ύπνο, θέλω μια γάλακτος. Θα μου στρίψει χωρίς αυτά. Γιατί να ζω μετά; Για τον αρακά ή το σπανακόρυζο; Σαν φταρνίσματα βατράχων μοιάζουν. Θέλω μια κουρτίνα να τα κρύβω. Αυτό, αυτό ακριβώς είναι οι σοκολάτες. Η κουρτίνα που με κάνει να μη βλέπω όλες τις υπόλοιπες αηδίες που τρώω.
-Χα! Ωραία το έθεσες αλλά... μαχαίρι. Κομμένο οτιδήποτε έχει ζάχαρη. Δεν το συζητάμε άλλο.


Saturday, November 7, 2015

Σε θέλω (δίχως τελεία)

Αρχή μέση τέλος. Αυτό. Εδώ και δυο ώρες στο μυαλό μου αυτό. Τι για ιστορία, τι για σχέση, τι για ένα μόνο βράδυ. Όλα σε μια κανονικότητα. Λέξεις κομμάτια παζλ, λέξεις τουβλάκια ενός lego που θα ταιριάξουν ως πρέπει. Ναι, μπορεί να κάνουν μερικά δικά τους, παράξενα σχήματα αλλά πάλι θα είναι πεπερασμένος ο αριθμός τους. Αρχή πιο μέσα η πρώτη λέξη, μέση σώμα δεμένο, τέλος με ένα σημείο στίξης να βροντοφωνάζει "ως εδώ". Ε, λοιπόν, όχι. Όχι από 'μένα, ρε παιδί μου. Γράψε σαν πεντάχρονος Μόγλης, μίλα σαν απρογραμμάτιστο ρομπότ, ερωτεύσου σαν κορίτσι του Ρόμπινς. Ανέτρεψε και την τελευταία σταθερά αυτής της ύπαρξης: τη σκέψη, τον ειρμό της.

Σε θέλω άπειρα και στο εκμυστηρεύομαι ακριβώς εκεί: στο συν άπειρο που τα μαθηματικά σταματάν και οι υπόλοιποι έχουν πεθάνει. Σε θέλω όταν κανείς άλλος δεν έχει μείνει και σε θέλω γιατί εξαιτίας σου άδειασα τον κόσμο και κανείς άλλος δεν έχει μείνει. Στήνω πνιγμούς στη λογική και στο τέλος της ανάσας της τη φιλάω στεγνά, ανάερα σαν και να θεώνω όχι την αλληλουχία που την ορίζει αλλά την αναρχία που εμφανίζεται στον βρόγχο της. Σε θέλω και εν τέλει δε στο λέω, δε στο δείχνω με κανένα τρόπο, ακυρώνω ακόμη κι αυτό το κείμενο κι είναι ετούτος ένας επιπλέον τρόπος να αφήσω στίγμα στο σύμπαν, σε όσους θα 'ρθουν και θα ψάχνουν τα μεγέθη του δικού μας πολιτισμού. Είναι τρόπος να πω για το δίχως όρια θέλω ενός ανθρώπου που αδιαφόρησε να σώσει με συμβολαιογράφο την διαθήκη του πόθου του, να ζωγραφίσει σε βράχους τα μεγάλα τα κυνήγια -των εξαιτίας σου- σπασμών του. Σε θέλω (δίχως τελεία)

Wednesday, October 7, 2015

Για να με θυμάσαι



Ακούω
το τρίξιμο στα δόντια σου.
Αυτός είναι ο ήχος
της συσσωρευμένης
οργής.
Μυρίζω
τον παγωμένο ιδρώτα στην πλάτη σου.
Αυτή είναι η οσμή
της έκρηξης
που
έρχεται.
Βλέπω
την ένταση των τεντωμένων μυών
στο χέρι και το πρόσωπό σου.
Αυτή είναι η αποτύπωση
του λυγίσματος
της
υπομονής σου.
Μια κίνηση
τέσσερις κουβέντες
δυο χρόνια.
Σαν χτες.
Τίποτα δεν πέρασε,
ποτέ δε θα περάσει
τίποτα
για 'σένα.
"Για να με θυμάσαι".

Για να μας θυμάται όλους.

Sunday, October 4, 2015

Παραληρώντας

Παραληρώ κάπως. Δεν είναι ο πυρετός. Αυτός ανεβοκατεβαίνει χωρίς να δίνει λογαριασμό και χωρίς να ασχολούμαι κι εγώ μαζί του. Δεν είναι που ένα μπούκωμα έχει αλλάξει τη φωνή μου σε κακόηχη εξάτμιση μηχανής του γκαζόν, ούτε που κάνω απόπειρες ανά δίλεπτο να γίνω ο πρώτος άνθρωπος που φταρνίζεται με τα μάτια ανοιχτά. Δεν είναι τα ρίγη που μου θυμίζουν κρύες βραδιές στο μηχανάκι κι εσένα να δοκιμάζεις, ως κομπρεσέρ απ' το τρέμουλο, τις αντοχές της μέσης μου κολλημένη πάνω μου. Όχι δεν νομίζω ότι παραληρώ για αυτά. Δεν τα είχα ποτέ ανάγκη εξάλλου. Μόνιμα οι προτάσεις μου φέρουν γυαλισμένα μάτια απ' την τρέλα κι αφρό στα χείλη απ' τη λύσσα. Απόψε παραληρώ από συνήθεια.

Πώς κάποιοι, οι πολλοί, άνθρωποι με προαποφασισμένη καθημερινότητα ξέρουν πώς θα ζήσουν ως το τέλος της ζωής τους; Πώς κάνουν σχέδια για χρόνια μετά; Πώς είναι στα τριάντα τους και λένε πού θα πάνε όταν πάρουν σύνταξη; Πώς αγαπιούνται με καθαρά παπούτσια και στρωμένο κρεβάτι; Πώς φιλανθρωπούν στη μόδα και κλειδώνουν στο φόβο; Πώς χωρίζουν εύκολα και ξεχνάνε ευκολότερα; Ε, έτσι ακριβώς κι εγώ παραληρώ αναπαράγοντας ένα απ' τα δικά μου "κουτάκια". Κάνω λογικά άλματα τριπλουνίστα αποθεώνοντας το σύνηθες fail του ειρμού μου. Καθένας κάνει αυτό που ξέρει καλά. Κυρίως όταν στριμώχνεται, όταν είναι ευάλωτο το ανοσοποιητικό του, το λογικό του ή το ψυχολογικό του, καταφεύγει στα safe του. 
Απόψε λοιπόν, αυτό θα με πάρει απ' το χέρι να βγάλουμε τη βραδιά.

Saturday, September 26, 2015

Έτσι είναι οι σχέσεις

Δε σου λένε τίποτα πια οι λέξεις μου, ε; Δε σου λένε τίποτα τα ποιήματά μου, τα παραμύθια μου, τα γράμματά μου, τα διηγήματά μου. Δε σου λένε τίποτα οι φωτογραφίες απ' τη θάλασσα κι απ' τον ουρανό, τα ηχογραφημένα κύματα και οι ηχογραφημένες βροχές. Κάποτε, πολύ πίσω, τα συνήθισες, ε; Έρχονται, λες, ως φυσιολογικό επακόλουθο του "θέλω", του "θέλω πολύ". Και λες τώρα πάντα έτσι γίνεται, σε όλους έτσι γίνεται. Και λες τώρα έτσι είναι οι σχέσεις, αυτά κάνουν όλοι στις σχέσεις, δεν έφερες δα, μου λες, και την Αμερική στο πρώτο σου ταξίδι! Γλυκές, έτσι τις χαρακτηρίζεις, πράξεις ερωτικής καλοσύνης. Και με πείθεις. Και λέω καλά, θα τα καταφέρω, θα συνεχίσω μόνος. Και λέω δίκιο έχεις, δεν είναι σπουδαία η κατάθεση του προφανούς, της ψυχής μου. Άλλα βιβλιάρια πρέπει να κρατάω μπαίνοντας στα πιστωτικά ιδρύματα του έρωτα. Οι ανάσες δε σώνονται, τα γόνατα δε λύνονται με ό,τι ο ένας θεωρεί ιδιαίτερο. Την προσμονή του άλλου πρέπει να βρει τρόπο να ικανοποιήσει, τη γραφή του, τη Γραμμική Άλφα του να αποκρυπτογραφήσει. Με πείθεις. Και μες στη νύχτα κάνω να φύγω, ντύνομαι αθόρυβα, βάζω παπούτσια, φτιάχνω λίγο με το χέρι μου τα μαλλιά. Κοιμάσαι εσύ. Σε φιλάω στο μάγουλο και κάνω να φύγω. Αλλά βλέπεις εφιάλτη, δεν αναπνέεις καλά, χρόνια τώρα δεν το κάνεις. Βλέπεις εφιάλτη και φωνάζεις. Κάνω να φύγω μα κοντοστέκω. Σε αγκαλιάζω, σου ψιθυρίζω ξόρκια που διώχνουν τη Μόρα, σε ηρεμώ. Δεν ξυπνάς. Σηκώνομαι και κάνω να φύγω. Σε ξανακοιτάω. Κι άλλα θες που δεν μπορώ να σου δώσω. Είμαι αυτός που σου "κλείνει τη νύχτα το φως" αλλά μόνον αυτός. Δεν φτάνει. Κοιμήσου ανέφελα. Όλοι έτσι κάνουν, είπες. Μάλλον δίκιο έχεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Εγωιστικό που περνιόμουν για ξεχωριστός. Κάνω να φύγω. Χαμογελάς τώρα. Στον ύπνο σου χαμογελάς. Χάδι. Κάνω να φύγω. Φεύγω.


Saturday, September 19, 2015

Οι λέξεις μου είναι οι σκέψεις μου

Έχω ένα βιβλίο που γράφω κι είναι στη μέση, έχω μερικά διηγήματα και μερικά παραμύθια, έχω τα εβδομαδιαία κείμενα και το σενάριο για εκείνο το κόμικ. Έχω τόσες λέξεις να βγαίνουν από μέσα μου κάθε βδομάδα και καμιά δε μου αρκεί και τίποτα δε μου αρέσει. Αν δε γράφω για 'σένα είναι σαν τα μπουκαλάκια με τα μελάνια μου να 'χουν αδειάσει, σαν τα πλήκτρα μου να έχουν σπάσει. Νοηματοδοτώ το μόνο πράγμα που κάνω σχετικά καλά εξαιτίας σου. Αν έστω ένα γράμμα μου δεν είναι σε απόλυτη συνάφεια μαζί σου, στην αισθητική μου είναι άσχημο, στη λογική μου άχρηστο. Αν από ψηλά κοιτάζω το κείμενο και στο παραλήρημά μου δε βλέπω σ' αυτό το περίγραμμα του σώματός σου, τότε το σκίζω, σπάω το καλούπι του, είναι κακέκτυπο αυτού που θα έπρεπε να είναι.

Οι λέξεις μου είναι κι οι σκέψεις μου. Σου γράφω περπατώντας επειδή σκέφτομαι να περπατάς μαζί μου. Σου γράφω στις συναυλίες γιατί θέλω στα τραγούδια που αγαπώ να είσαι εσύ δίπλα μου. Σου γράφω κολυμπώντας γιατί δεν υπάρχει αρμύρα αν δεν την σκεφτώ να την παίρνω με τη γλώσσα απ' το δέρμα σου. Σου γράφω στο μπαρ γιατί μόνο μ' εσένα θέλω να αδειάζω το ποτήρι μου, να στήνω τις ζαλισμένες ιστορίες μου. Είσαι η ευθυμία μου, ο πονοκέφαλός μου, η ηλίασή μου. Είσαι ό,τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μου, όλα τα εκατομμύρια των πληροφοριών που ταχυδρομούνται με τα νεύρα στο σώμα μου πρώτα, στο σύμπαν έπειτα. Ταυτίζομαι μαζί σου σαν κλήση μου που στην αναγνώριση βγάζει το όνομά σου.
Ξέρω, κάποιες στιγμές όλο αυτό μοιάζει χωρίς λογική. Να σου πω όμως ένα μυστικό; Η λογική μου έχει τη φάτσα σου όταν είσαι σκεφτική.

Wednesday, September 9, 2015

Οι τόποι μας

 Όλοι μας οι τόποι, όλη μας η ζωή γενικά, είναι οι άνθρωποι. Οι επιλογές μας, ποιους διαλέγουμε να έχουμε μαζί μας και ποιους αφήνουμε πίσω, είναι ο οδικός μας χάρτης σε ετούτον τον πλανήτη. Στο δικό μας χέρι είναι κυρίως, στο τέλος της πορείας, να είμαστε χαρούμενοι ή μετανιωμένοι. Να μπορούμε να πούμε ότι κάναμε ένα καλό ταξίδι κι ότι αυτός που ως τελευταία μας πράξη ψελλίσαμε το όνομα του, βρισκόταν σε απόσταση ματιάς κι όχι σε απόσταση θολής μνήμης.

Tuesday, September 1, 2015

Τα αντίο του Αυγούστου

Αντίο δέκατο

Αντίο του θανάτου. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς τα χρωματιστά ρούχα στο σάκο, χωρίς πουλιά που θα ξανάρθουν την άνοιξη. Καμιά συζήτηση, καμιά διαφωνία, κανένας διάλογος. Αποδοχή και ησυχία έχει στο βασίλειό του. Κορμί που αδειάζει, ψυχή που φεύγει, ομηρική σκιά κάποιας ενδέκατης ραψωδίας, κάποιας προσωπικής νέκυιας παίρνει θέση στο από εδώ και πέρα σώμα μου. Σφίγγω οβολό ένα «κι όμως, μόνο εμένα θες» και κινάω με τα πόδια για τις πύλες του Άδη. Δροσερέ μου Αχέροντα, πνίξε με.


Δεν έχει ορθογραφία, δε χρειάζονται καν γράμματα για τούτο το αντίο. Έχει μόνο χρώμα και είναι μαύρο. Έχει μόνο αίσθηση και είναι παγωμένη. Έχει μόνο ήχο και είναι τρομακτικός. Έχω συμβουλή να μη γυρίσω καν να σε κοιτάξω, έχω απειλή να μην κοντοσταθώ, έχω κατάρα να μην τολμήσω να σου μιλήσω ενώ φεύγεις. Βάζω τα χέρια στις τσέπες, σταματάω, γυρνάω και σε κοιτάζω τελευταία φορά να απομακρύνεσαι. Αντίο. Κορίτσι μου, αντίο.

Monday, August 31, 2015

Τα αντίο του Αυγούστου

Αντίο ένατο

Αντίο των παραμυθιών. Αντίο γεμάτο ψευδαισθήσεις. Αχνά τα σύνορά του με την πραγματικότητα. Μόνο ο πόνος μου ρίχνει πετραδάκια στην καταβύθισή μου για να μπορώ να επιστρέψω. Όχι τώρα. Κάποια στιγμή όμως… Αντίο που παίρνει μορφές παράξενες. Πότε ένας λευκός ιππόκαμπος που ψάχνει τον ήλιο, πότε ένας κόκκινος αστερίας που του δείχνει την ομορφιά. Μες στη φαινομενική γαλήνη όμως πάντα ξαφνικά κάτι που θα σκεπάζει τη θάλασσα, θα σκιάζει την αφήγηση, θα σκοτώνει το «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ποιοι εμείς; Ετούτο το αντίο φτιάχνει παραμύθια που ο καθένας ζει μόνος του. Φαντασία της μονάδας. Η Αλίκη στη χώρα του χωριστά.


Το αντίο των παραμυθιών με τρομάζει. Να αντιστρέψουμε λίγο το ρόλο για να το κάνουμε κατανοητό; Ετούτη τη φορά είμαι εγώ το παιδί, εγώ ο αδύναμος, εγώ ο εύθραυστος. Διάβασες την τελευταία πρόταση και βγήκες απ’ το δωμάτιο. Νόμιζες κοιμάμαι. Στο πρώτο κούνημα της κουρτίνας απ’ τον άνεμο ανατρίχιασα. Στον πρώτο θόρυβο κρύφτηκα κάτω απ’ το κρεβάτι. Κι αν έτσι γλίτωνα; Κι αν τα τέρατα δε μ’ έβρισκαν; Κι αν το φεύγω σου ξεγελιόταν και μ’ έψαχνε σε άλλο δωμάτιο; Ξέρω, δεν έγινε, αλλά εγώ προσπάθησα. Μην πεις αλλιώς. Προσπάθησα. Θέλησα να τελειώσει η αφήγηση δίχως τρόμο, να φύγει η βραδιά δίχως κλάμα. Το αντίο αντήχησε όμως μέσα στη νύχτα. Κι είπαμε: σε ετούτη την ιστορία του Αυγούστου, ήμουν παιδί…

Thursday, August 27, 2015

Στο φεγγαροφυλάκιο


Και να ξέρεις: εγώ θα σου φυλάω τα φεγγάρια που χάνεις. Τα μακριά μου φεγγάρια εννοώ. Καθένα θα το ρίχνω στο φεγγαροφυλάκιο που σου 'φτιαξα. Αν τα ψάξεις, αν τα θελήσεις, το κλειδί θα 'ναι κάτω απ' τον Ωρίωνα. 

Wednesday, August 26, 2015

Τα αντίο του Αυγούστου

Αντίο όγδοο

Αντίο της έλλειψης έλξης. Και ξέρω, ο Χατζιδάκις θα το ωραιοποιούσε, θα το  παράφραζε και ίσως να ‘κανε μια σερενάτα για την σεξουαλική απουσία στη σχέση, αλλά δεν είναι το ίδιο. Αυτό το αντίο δε θα παραδεχτεί ποτέ ένα «μου λείπεις», δε θα πει ποτέ «σε θέλω», δε θα ουρλιάξει ποτέ «παράτα τα όλα κι έλα τώρα». Αυτό το αντίο αδιαφορεί στο πλησίασμα του σώματος, απωθείται απ’ το κατηφόρισμα της γλώσσας στο χνούδι της πλάτης, κρύβει τα χέρια του για να μη βρουν θήκες να πλεχτούν τα απέναντι χέρια. Το αντίο της έλλειψης έλξης ζει σαν ζόμπι και πονάει σαν θάνατος.


Κάθε μονόπλευρο αντίο είναι δύσκολα διαχειρίσιμο αλλά ετούτο εδώ είναι ολετήρας. Ετούτο θέλει φιλίες εκεί που είχαν κατατεθεί αίματα, θέλει φιλοξενίες εκεί που αλώνονταν πόλεις, ακίνδυνες κουβέντες εκεί που τα λόγια βουτούσαν χωρίς σκέψη σε γκρεμούς. Έχει κλειστά αφτιά, κλειστά μάτια, μειλίχια φωνή. Δεν ακούει κραυγές, δε βλέπει σπασμούς, ψιθυρίζει για ανθρώπους που δε χάνονται. Το αντίο της έλλειψης έλξης μπορεί να τραγουδήσει κάποια στιγμή αλλά δε θα διαλέξει ποτέ Frank Sinatra. Ποτέ δε θα κοιτάξει στα μάτια ανατριχιάζοντας αλήθεια με το "all or nothing at all".

Monday, August 24, 2015

Τα αντίο του Αυγούστου

Αντίο έβδομο

Αντίο οριστικό. Τέλος οι άνω τελείες, τέλος τα κόμματα και οι ανάσες του ηθοποιού στην ανάγνωση. Ένα μόνο σημείο στίξης, ένα μόνο σημάδι στην οθόνη, μια μόνο μελανιά στις κόλλες: η τελεία. Αντίο και κλείσιμο παραγράφου, κλείσιμο σελίδας, κλείσιμο βιβλίου. Καμιά δευτερανάγνωση, κανένα ξεφύλλισμα των σημειώσεων, καμιά αναψηλάφηση των υπογραμμίσεων. Σκέψου ότι δεν υπήρξε ποτέ κείμενο αν αυτό στο κάνει πιο εύκολο, ότι δεν υπήρξε ποτέ έρωτας που πήρε μολύβι και έγραψε για Τριστάνους και Ιζόλδες αν έτσι θα κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες. Τελεία και μόνο αυτή, τελεία και πόνος στο πάτημα της μύτης της πένας για να αποτυπωθεί.


Οριστικό είναι το αμετάκλητο ενός μεγαλοβδομαδιάτικου θανάτου αν δεν είσαι γιος θεού. Είναι η εμφάνιση της πρεσβυωπίας ως καμπανάκι άφιξης στα μισά του δρόμου. Οριστικό είναι το αντίο που δεν περιμένει την ηχώ του, που αποχωρεί απ’ τα Σόδομα χωρίς την ανάγκη να κοιτάξει πίσω τον όλεθρο, που φεύγει ψυχρό και βέβαιο για τα αισθήματά του ακόμη κι όταν η ίδια η βεβαιότητα ποντάρει το βασίλειό της στην αμφιβολία. Το οριστικό αντίο έχει ανταλλάξει σε παράνομη αγορά την ενάργεια με την ξεροκεφαλιά. Τα ρέστα του τα αγοράζει παραπέτασμα για να κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα. 

Wednesday, July 8, 2015

Τα λόγια της

Δεν έχει σημασία, του είπε, που με τα χρόνια δε μεγαλώνεις μα μικραίνεις. Έτσι γίνεται σε όποιον μένει δίπλα μου. Κύμα το κύμα μου, οργή την οργή μου αλλά και χάδι το χάδι μου, σε λειαίνω, σε σμιλεύω, σε διαμορφώνω. Σου χαρίζω νέο σχήμα.
Δεν έχει σημασία που με τα χρόνια νιώθεις να φθείρεσαι. Τίποτα δε χάνεται σε αυτό το σύμπαν. Τα μικρά σου κομμάτια έρχονται μέσα μου. Η σκόνη σου φεύγει στον αέρα, επικάθεται σε όλους τους κόσμους. Δες το ως τη συμβολή σου στη συνδιαμόρφωση του υπαρκτού.
Δεν έχει σημασία που κάθε χρόνο τέτοια μέρα το αλάτι μου σου φαίνεται περισσότερο, που οι ουλές σου πονάνε παραπάνω, που οι κολλημένες πάνω σου πεταλίδες σου φαίνονται βάρη ασήκωτα. Είναι ο αστερίσκος του χρόνου που σπάει τη μονοτονία του εύθυμου κειμένου. Είναι ο σελιδοδείκτης υπενθύμισης πως πριν από ένα τακτό διάστημα ξαναπέρασες, λίγο διαφορετικός, από εδώ.
Εν τέλει δεν έχει σημασία, του είπε, κανείς που κάποια στιγμή κάθισε πάνω σου, δίπλα σου, βολτάρισε στο σκληρό σου την αφή του. Σημασία έχω μόνο εγώ που είμαι πάντα εδώ για 'σένα. Με εσένα.



(κρυφακούγοντας τα λόγια της Θάλασσας σε έναν βράχο που έχει γενέθλια)

Thursday, April 23, 2015

Τα δάκρυα της κούκλας

Θυμάσαι εκείνες τις κούκλες με τα λευκά βαμμένα πρόσωπα; Τις θυμάσαι όταν κλαιν πώς τις ξεβάφουν τα δάκρυα; Ρυάκια κυλάν απ' τα μάτια κι ώσπου να φύγουν απ' το πρόσωπο έχουν ανοίξει φαράγγια. Έχουν μπλέξει το μολύβι με το λευκό, τη μάσκαρα με την πούδρα, έχουν δρομογραφήσει τη διάθεση.

Μια τέτοια κούκλα, κάποια μέρα έκλαιγε ώρες μόνη στο σπίτι. Δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν από θλίψη, δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν και μόνο από χαρά. Όταν έπρεπε να βγει ξεχάστηκε. Με τα χέρια σκούπισε το πρόσωπο μουτζουρώνοντάς το ακόμη περισσότερο, έριξε ένα μπουφάν πάνω της κι έφυγε. Όλοι την κοιτούσαν. Φαντάστηκε πρόσεχαν τα κόκκινα μάτια της. Κατέβασε το κεφάλι και συνέχισε να προχωράει. Κοιτούσε τα πόδια της στα βήματά τους στα πλακάκια. Έκανε συνειρμούς με χαρακιές στο δέρμα και βήματα στα όνειρα. Να 'χε κάποιον να γλείψει τις χαρακιές και να γαληνέψει τα όνειρα!
Ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει. Σήκωσε το πρόσωπο. Μεμιάς στα απέναντι μάτια καθρεφτίστηκε το χρωματισμένο δικό της. Πάγωσε, της κόπηκε η ανάσα, ντράπηκε. Το χέρι την άφησε. Τα απέναντι χείλη σχημάτισαν χαμόγελο. Γέλασε κι αυτή. "Καλά είμαι", του είπε, "εσύ";


Συνέχισαν να περπατάν μαζί.

Sunday, March 22, 2015

Η κλέφτρα των βιβλίων κι ο Θάνατος αφηγητής

Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων
Τον Βαγγέλη τον γνώρισα στην Κρήτη, πριν φύγει να σπουδάσει. Για άλλον είχα πάει στο χωριό του, τον είδα φευγαλέα. Περπατούσε μόνος του, θυμωμένος, έσφιγγε τις γροθιές, δάγκωνε τα χείλη του. Σήκωσε τα μάτια κι είχαν και τις εφτά θάλασσες μέσα έτοιμες να πνίξουν την Παγγαία. Με είδε. Δεν το πίστεψε αλλά με είδε. Ξέρω ποιοι το κατορθώνουν και ξέρω ότι από εκείνη τη στιγμή η κλεψύδρα τους γυρίζει κι η άμμος αφήνεται στη βαρύτητα. Νόμιζα θα ξανασυναντιόμασταν σύντομα στο χωριό του. Τελικά οι γριές για αλλού είχαν υφάνει το ραντεβού μας.
Πέρυσι πήγε στα Γιάννενα. Φαντάζομαι η πρώτη του σκέψη ήταν ντυμένη σαν παιδιού με καρδιά ακορντεόν. Γεμάτη αισιοδοξία, μουσική, χαρά που θα 'μενε μόνος, που θα γνώριζε καινούριους ανθρώπους, που θα 'κανε φίλους απ' την αρχή, απ' το μηδέν. Οι γριές πάλι γέλασαν, παρ' όλ' αυτά μου είπαν να μη βιάζομαι. Η ψυχή του Βαγγέλη δε θα ερχόταν στα χέρια μου απαλά σαν πάτημα βαμβακερής γάτας στο χιόνι. Θα 'ρχόταν με κρότο, ματωμένη, ντυμένη κεραυνούς.
Βασανίστηκε. Έκλαψε ξανά και ξανά. Προσπάθησε να αντισταθεί -μη λέτε κάτι άλλο- αλλά όταν είσαι μόνος σου η αντίσταση, όπως καθετί στη ζωή έχει όρια. Όπως εν τέλει κι η ίδια η ζωή. Το όριό της είμαι εγώ. Υπάρχει ένα σημείο στον χωροχρόνο που η σκυτάλη είναι μισή στη δική σας πλευρά, μισή στη δική μου. Ο Βαγγέλης πήρε αυτή τη σκυτάλη μόνος και κίνησε να μου τη φέρει.

Δεν ήμουν εκεί εκείνο το απόγευμα. Δεν έχω εικόνα τι έγινε πάλι, τι ήταν αυτό που ξεχείλισε το νερό στο ποτήρι του, που τέλειωσε το λάδι του. Ειδοποιήθηκα τελευταία στιγμή. Να τρέξω, να πάω προς τους βάλτους, είχε ήδη τείνει τη σκυτάλη, με είχε κιόλας φωνάξει. Μόλις με είδε ίσα που μου ψιθύρισε δυο λόγια κι έσβησε: "Ο άνθρωπος", μου είπε, "αξίζει όσο και ο λόγος του. Προσπάθησαν να με πείσουν ότι ο λόγος μου έπρεπε να είναι κρητικός. Ως το τέλος, και δεν έκανα πίσω ποτέ σ' αυτό, τους έλεγα ότι ο λόγος μου είναι ανθρώπινος." [............]


Διαβάστε όλο το κείμενο ΕΔΩ!!!

Wednesday, March 11, 2015

Μαζί, να η λέξη!


Να πούμε για το "μαζί"; Ας πούμε. 

Λοιπόν, μαζί είναι η ανάγκη των δύο να λογιστούν ως μονάδα. Είναι το κοινό ως βόλτα, ως παρέα, ως συμβίωση, ως προσευχή. Είναι η προσπάθεια των κομμένων λουλουδιών να μαζευτούν σε ένα μπουκέτο. Μαζί είναι καθετί του οποίου έχουμε ίδιες μνήμες, εξαιτίας του ίδιες πληγές, ίδιους ιδρώτες, ίδιες ευτυχίες. Είναι το καθεμέρα σχεδιασμένο με μολύβι που κρατάνε πέντε, δέκα, χίλιοι... Δεν διακρίνει τον πληθυντικό. Δε διαχωρίζει το εμείς, απ' το εσείς και τους αυτούς. Σκοτώνει τον ενικό. Μαζί είναι ένα βρεγμένο σημειωματάριο. Στο στέγνωμά του όλες οι σελίδες γίνονται μία, ένα σώμα. Κρατάει πλέον τα μυστικά του σε ένα χάρτινο αδιάρρηκτο κορμί. Δεν είναι εύκολο το μαζί. Πρέπει να μεταφέρεις εσύ τα μαξιλάρια γύρω απ' τη φωτιά και να μαζέψεις κόσμο να καθίσει σ' αυτά. Δε θα τους βρεις όλους εκεί να περιμένουν. Θέλει κόπο να πείσεις τον άλλον για την ανάγκη εγκατάλειψης του κατά μόνας, να του εξηγήσεις γιατί επιβάλλεται το υπέρ όλων. Θέλει να βρεις τα σωστά πλήκτρα να πατήσεις πάνω, τις σωστές χορδές για να ερεθίσεις τα γενετήσια ένστικτα της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Ο πολιτισμός μας φτιάχτηκε στις πόλεις, στις ίδιες τις πόλεις όμως είναι που απειλείται με εξαφάνιση. Δεν αρκεί οπότε ο κοινός χώρος για το μαζί. Απαιτείται πρώτα η συμφωνία για έναν μέσα μας κοινό χώρο. Να διορθώσω: μέσα μας κοινό όμορφο χώρο.

Γράφει ο Στήβεν Κινγκ στο Κοράκι: "Ήξερε ότι οι άνθρωποι πάντα συναθροίζονται μετά από λίγο. Η κατάρα κι η ευλογία του ανθρώπινου γένους ήταν η συντροφικότητα". Σε έναν μετακατακλυσμιαίο κόσμο, σε ένα μέλλον που τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο, οι άνθρωποι είναι μακριά μεταξύ τους σε απόσταση, σε χιλιόμετρα αλλά μακριά και στην ψυχή τους. Καχύποπτοι μεν αλλά κι από ένα όνειρο που τους σπρώχνει να βρουν οι "καλοί" τους καλούς και οι "κακοί" τους κακούς αρχίζουν ξανά και μαζεύονται. Το συναθροίζειν σε προβολή νίκης αλλά και οι σκέψεις καταστροφής των απέναντι σε αντίστοιχη προβολή αμφισβήτησης αυτής της νίκης.

Κοιτάξτε τον κόσμο μας. Τον δικό μας προκατακλυσμιαίο κόσμο. Πόσο διαφέρει; Μαζευτήκαμε πριν πολλά χρόνια. Μιλήσαμε, φτιάξαμε ομορφιές αλλά κι ασχήμιες, αγαπηθήκαμε αλλά και μισηθήκαμε. Κοιτάξτε μας! Ποιος νικάει πια;


*Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ!! 

Sunday, March 1, 2015

Του Μάρτη οι νότες

Είναι αυτή η παρεξήγηση που νομίζαμε ότι ο Μάρτης γουστάρει μουσικές. Είναι και που την έλυσε ο ίδιος με τη βροχή...


Υγ. Μήπως όμως, πάλι τον παρεξηγούμε; Μήπως κι απλά η βροχή του είναι η συμβολή του στη μουσική μας;

Wednesday, February 25, 2015

Τετάρτη του Φλεβάρη

Δεν έχει τέλος. Δεν έχει γιατί κατά βάθος δεν είχε και ποτέ αρχή. Το άναρχο των δύο δεν είναι το ακανόνιστο, είναι της αιώνιας λιακάδας. Κλαίμε, σπάμε τα στομάχια μας, αδυνατίζουμε, παχαίνουμε, χαλάμε τα μάτια μας αλλά μετά έρχεται ένα όνειρο, ένα ωραίο όνειρο και  ξυπνάμε μες στη χαρά. Ξυπνάμε αισιόδοξοι κι έτοιμοι να τρέξουμε σαν σκυλάκι στην άμμο, έτοιμοι να παίξουμε σαν κιθάρα στη Μαίρη του Παυλίδη.
Δεν έχει τέλος. Σε κάθε παραδοχή του θα ετοιμάζω μιαν αυτοκτονία, σε κάθε διάψευσή του θα την ακυρώνω. Πάντα ζυγός θα είναι ο αριθμός. Αλλιώς γιατί ήρθαμε; Γιατί βρεθήκαμε εδώ, γιατί συμπέσανε οι χρόνοι μας; Ο Θεός δεν παίζει ζάρια, λέει ο ένας. Όχι μόνο παίζει ζάρια αλλά τα ρίχνει και σε μέρη που δεν μπορούμε να τα βρούμε, λέει ο άλλος. Διαρκείς κόντρες που μου φαίνονται ότι στήθηκαν πάνω μας. Να υπερασπιστώ τι; Από ποιον; Καμιά τυχαιότητα, λέω, αλλά κι αν είναι τέτοια κι αυτή συνεργεί στο να γίνουν όλα για εμάς.
Δύσκολο απόγευμα Τετάρτης. Τέτοιο που μόνο η τελευταία Τετάρτη του Φλεβάρη ξέρει να φτιάχνει. Δε θα χάσω. Όχι. Για 'σένα πάλι δε θα χάσω. Βγάζω το σπαθί μου και νικάω ξανά. Κάτι φορές μόνο με πόλεμο συνεχίζει ο κόσμος. Ο κόσμος μας. Με νίκη σ' αυτόν.
Create your own banner at mybannermaker.com!