Θυμάσαι εκείνες τις κούκλες με τα
λευκά βαμμένα πρόσωπα; Τις θυμάσαι όταν κλαιν πώς τις ξεβάφουν τα δάκρυα;
Ρυάκια κυλάν απ' τα μάτια κι ώσπου να φύγουν απ' το πρόσωπο έχουν ανοίξει
φαράγγια. Έχουν μπλέξει το μολύβι με το λευκό, τη μάσκαρα με την πούδρα, έχουν
δρομογραφήσει τη διάθεση.
Μια τέτοια κούκλα, κάποια μέρα
έκλαιγε ώρες μόνη στο σπίτι. Δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν από θλίψη, δεν είμαι
σίγουρος ότι ήταν και μόνο από χαρά. Όταν έπρεπε να βγει ξεχάστηκε. Με τα χέρια
σκούπισε το πρόσωπο μουτζουρώνοντάς το ακόμη περισσότερο, έριξε ένα μπουφάν
πάνω της κι έφυγε. Όλοι την κοιτούσαν. Φαντάστηκε πρόσεχαν τα κόκκινα μάτια
της. Κατέβασε το κεφάλι και συνέχισε να προχωράει. Κοιτούσε τα πόδια της στα
βήματά τους στα πλακάκια. Έκανε συνειρμούς με χαρακιές στο δέρμα και βήματα στα
όνειρα. Να 'χε κάποιον να γλείψει τις χαρακιές και να γαληνέψει τα όνειρα!
Ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει. Σήκωσε το πρόσωπο. Μεμιάς στα απέναντι μάτια καθρεφτίστηκε το χρωματισμένο δικό της. Πάγωσε, της κόπηκε η ανάσα, ντράπηκε. Το χέρι την άφησε. Τα απέναντι χείλη σχημάτισαν χαμόγελο. Γέλασε κι αυτή. "Καλά είμαι", του είπε, "εσύ";
Ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει. Σήκωσε το πρόσωπο. Μεμιάς στα απέναντι μάτια καθρεφτίστηκε το χρωματισμένο δικό της. Πάγωσε, της κόπηκε η ανάσα, ντράπηκε. Το χέρι την άφησε. Τα απέναντι χείλη σχημάτισαν χαμόγελο. Γέλασε κι αυτή. "Καλά είμαι", του είπε, "εσύ";
Συνέχισαν να περπατάν μαζί.
No comments:
Post a Comment