3 μήνες μετά
Φυλακή
Πέρασαν κιόλας τρεις μήνες. Ούτε
εύκολοι ούτε δύσκολοι. Βαρετοί. Λίγες οι κουβέντες του, συγκεκριμένο το
πρόγραμμα, σχεδόν μετρημένα τα βήματα και οι κινήσεις του στα κελιά, την
κουζίνα, το προαύλιο.
Ο Μάρκος Απρίλιος δεν ήταν
διάσημος ανάμεσα στους συγκρατούμενούς του, δεν ήταν κι αδιάφορος όμως. Ήταν ο
τύπος που σκότωσε για ένα όνομα πατέρα και μάνα. Ήταν επίσης ο τύπος που μετά
από φόνους δεν τον κατηγόρησε η πλειοψηφία της κοινωνίας, αντίθετα του πήρε το
μέρος. Εδώ και λίγο καιρό μάλιστα, οι συνεντεύξεις ενός υπέργηρου γείτονά του
σε εφημερίδα ελαφρών θεμάτων, τον είχε κάνει κάτι σαν ήρωα μυθιστορήματος για
το θηλυκό φύλλο της χώρας. Βοηθάει και η ομορφιά του σίγουρα, ήταν όμως και ο
τρόπος που ο μπαρμπα-Κούτος τα
περιέγραφε, που έκαναν τον Μάρκο συμπαθή ακόμη και στην πιο επιφυλακτική
πιτσιρίκα ή κυρία που ξεφύλλιζε την Cappuccino.
Η εφημερίδα έπεσε στα χέρια του
Μάρκου τυχαία. Ακουμπισμένη σε ένα παγκάκι του προαυλίου, ξεχασμένη μάλλον από
κάποιον που την είχε ζητήσει από φύλακα να του τη φέρει. Είδε τη φάτσα του στο
εξώφυλλο. "Πάλι για τη δίκη λένε;" αναρωτήθηκε. Την άνοιξε στις
κεντρικές σελίδες. Ολόκληρο το σαλόνι γι' αυτόν. "Γείτονας εξομολογείται: τον πατέρα του δε θα τον σκότωνα, αλλά
μια μπούφλα θα του έριχνα"! "Ποιος γείτονας είναι αυτός;"
σκέφτηκε ενώ ξεκινούσε να διαβάζει για ιστορίες που όντως του είχαν συμβεί από
όταν θυμάται τον εαυτό του ως σήμερα; "Ποιος με παρακολουθούσε από τόσο
κοντά και ποτέ δεν τον πήρα χαμπάρι; Αφού με κανέναν δεν είχα σχέσεις". Λίγο
ζαλισμένος ξαναδιάβασε το ρεπορτάζ απ' την αρχή, εκεί που περιέγραφε τον
γείτονα. Υπέργηρος, μαύρος με κάτασπρα μαλλιά. "Καλέ, ο μπαρμπα-Θεοφάνης Κούτος!
Ζει ακόμα αυτός;" είπε φωναχτά με έκπληξη ο Μάρκος. Θυμήθηκε τον πατέρα
του, πριν καν πάει σχολείο ακόμη, μέσα στη άγρια νύχτα να ανοίγει την πόρτα του
δωματίου του και με μπάσα φωνή να τον ξυπνάει φωνάζοντας "ουουου, είμαι ο Κούτος και τρώω παιδιάααα"!
Πάντα από φόβο τον είχε. Δεν
είμαστε ρατσιστές λέμε αλλά λίγο τα λόγια των άλλων, λίγο το διαφορετικό, τον
Μάρκο -τον τόσο διαφορετικό από όλους- τον τρόμαζε. Συνήθως τον έβλεπε τα
απογεύματα να πλένει ένα πορτοκαλί παράξενο αυτοκίνητο που είχε. Μια απ' τις
λίγες φορές που είχαν μιλήσει τον ρώτησε "μπάρμπα, τι αυτοκίνητο είναι
αυτό;" και του απάντησε χαμογελώντας με κάτι ολόλευκα δόντια "Pony, ελληνικό, αθάνατο. Πάει
ακόμα και με τρεις ρόδες!". Μέσα στα προσωπικά του παραληρήματα τον
σκέφτηκε άπειρες φορές να οδηγάει προς την κόλαση με το πορτοκαλί Pony και
τη μια ρόδα να λείπει. "Έτσι, ώστε! Ο μπάρμπας με παρακολουθούσε στενότερα
από ό,τι πίστευα"!
Από εκείνη τη μέρα ζήτησε κι ο
ίδιος να του φέρνουν μια Cappuccino.
Μια φορά τη βδομάδα είχε συνέντευξη. Ανάμεσα σε κρασί και τσάι, σε
πραγματικότητα και μέθη ο γέροντας περιέγραφε στον χάνο δημοσιογράφο φοβερά και
τρομερά πράγματα. Ο Απρίλιος γινόταν Μάρκος κι ο Μάρκος το συμπαθητικό παιδί με
την υπερπροστατευτική μάνα και τον άθλιο πατέρα. Και κάπου εκεί, στο μήνα πάνω
διάβασε την πρόταση που τον έκανε να σκιρτήσει σκεφτόμενος, για πρώτη φορά ίσως
από τότε που ήθελε να αγοράσει μηχανή, μια περιπέτεια: "Τι θα πει ισόβια; Ισόβια είναι μόνο οι πεθαμένοι". Προχώρησε
διαγώνια με τη ματιά του τη συνέντευξη θέλοντας να φτάσει στο επίμαχο σημείο.
Ξεκάθαρα ο Κούτος του έδινε ένα μήνυμα: Θα τον ελευθέρωνε. Με κάποιο τρόπο θα
το έκανε. Ο δημοσιογράφος βέβαια χαμπάρι δεν έπαιρνε. Του αφηγούταν ο άλλος για
τα χρόνια του στην Αμερική, τις κομπίνες, την τράπουλα και για τις αποδράσεις
του κι αυτός νόμιζε κάνανε βιογραφία. Του έδινε ξεκάθαρες οδηγίες να είναι
έτοιμος και να τον ακολουθήσει όταν χρειαστεί, κι ο γραφιάς τού έλεγε να μην
πίνει τόσο. Πώς θα γινόταν δεν το αποκάλυπτε, ούτε πότε. Δε νοιαζόταν ο Μάρκος
τόσο γι' αυτό εξάλλου. Κάτι να τον κάνει να ελπίζει ήθελε, να ελπίζει σε μια
ζωή λίγο διαφορετική και να ελπίζει σε κάποιον που για πρώτη φορά νομίζει ότι
πιστεύει σε αυτόν.
Σπίτι γερο-Κούτου
"Στην Αμερική του
μεσοπολέμου, λέγαμε, αν βιάζεσαι να βρεις έναν βλάκα μην ψάχνεις, κάλεσε έναν
δημοσιογράφο", σκέφτηκε ο Θεοφάνης Κούτος περιμένοντας για τη δέκατη
συνέντευξή του τον δημοσιογράφο της Cappuccino. Πια το σχέδιό του βρισκόταν στην τελική ευθεία. Το
μόνο που δεν ήταν σίγουρος ήταν αν το διάβαζε και ο Μάρκος Απρίλιος. Σε κάθε
συνέντευξη, ανάμεσα σε αλήθειες και παραμύθια, του έδινε οδηγίες για το πώς θα
τον βοηθήσει να αποδράσει. Του έλεγε για το ταξίδι που θα κάνουν και για τη μια
περιπέτεια που και οι δύο είχαν τόση ανάγκη. Αυτός την τελευταία του, ο Μάρκος
την πρώτη του.
Η ιδέα του ήρθε ένα βράδυ
αδειάζοντας το τρίτο μπουκάλι κόκκινο σταυρωτό Ραψάνης που του είχε στείλει μια
σαραντάρα που είχε λυσσάξει μαζί του, από όταν έγινε γνωστός μέσω των
συνεντεύξεων. Μέχρι τηλέφωνο τον έπαιρνε να βρεθούν. "Να βρεθούμε καλή
μου, να βρεθούμε αλλά είμαι 100 χρονών, δε μου σηκώνεται πια, με τα δάχτυλα θα
κάνουμε δουλειά;" της είχε πει γελώντας και κλείνοντάς της το τηλέφωνο.
Είχε χαρεί που θα χρησιμοποιούσε τα παλιά κόλπα, πρακτικές αφημένες για σχεδόν
μισόν αιώνα στα πιο βαθειά συρτάρια του μυαλού του. Θα έκαναν την απόδραση όπως
έκανε τις δεκάδες δικές του, με τον τρόπο που του έμαθε η Μισόν στην Αϊτή.
Απίστευτο κορμί η Μισόν. Σχεδόν
εικοσιπέντε χρονών, πρώτα τον έριξε στο κρεβάτι και τρεις μέρες μετά τον ρώτησε
το όνομά του. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη κι αυτό το είχε ξεχάσει. Η άλλη αλήθεια
είναι ότι ποτέ δεν ξέχασε τι κάνανε εκείνο το τριήμερο. Ούτε μια λεπτομέρεια,
ούτε μια στάση, ούτε ένα ουρλιαχτό. Μάγισσα μαύρης μαγείας, με βουντού έλεγχε
τα θύματά της. Δεν του έμαθε όλα τα μυστικά της, του έμαθε όμως πώς να
υπνωτίζει τους άλλους. Κι ήταν τόσο εύκολο! Κι ήταν τόσο χρήσιμο και τόσο
διασκεδαστικό! Ειδικά με τους φύλακες. Συνέρχονταν μέρες μετά κι έβλεπαν ένα
κελί άδειο και τους ίδιους σε ανάκριση γιατί ο Κούτος τους είχε φύγει! Έτσι, θα
το 'κανε και τώρα. Όλους, απ' την είσοδο ως το κελί. Θα 'φτιαχνε ένα ντόμινο
από κοιμισμένα ζόμπι. Το καλογυαλιασμένο, πενηντάχρονο Pony, θα τους περίμενε με τη μηχανή
αναμμένη έξω ακριβώς απ' τη φυλακή. Σήμερα, στη συνέντευξη, θα έπρεπε να του το
πει ξεκάθαρα. Αύριο το βραδάκι θα πέρναγε να τον πάρει. Η εφημερίδα θα
κυκλοφορούσε το πρωί και καλώς εχόντων των πραγμάτων μεσημεράκι ο Μάρκος
Απρίλιος θα τη διάβαζε.
Ντιν-ντον!! (ο γερο-Κούτος
πηγαίνει προς την πόρτα μονολογώντας "έφτασε το χάπατο"...)
-Μπάρμπα Θεοφάνη, καλησπέρα. Τι
σου έφερα σήμερα; Δες εδώ! Κόκκινο
Βουργουνδίας, χρονιά 1996, το καλύτερο που κυκλοφορεί. Μου υποσχέθηκες όμως κι
εσύ ότι θα μου πεις τα καλύτερα! Θα τους τρελάνουμε πάλι τους αναγνώστες!
-Ε, δεν είμαι μόνο εγώ που λέω τα
καλύτερα. Είσαι κι εσύ που είσαι τζιμάνι και μου κάνεις τέλειες ερωτήσεις.
-Σ' ευχαριστώ μπάρμπα, δίκιο
έχεις όμως, όλοι έτσι μου λένε!
No comments:
Post a Comment