(Ένα ραδιόφωνο ακούγεται)
"Αχ, τι θα γίνει ετούτο το παιδί, έλεγε η μάνα μου κρυφά πίσω από
'μένα"...
-Α, ήρθατε; Πάνω στην ώρα. Μισό
λεπτό να χαμηλώσω το ραδιόφωνο...
Ο Μάρκος Απρίλιος... τι παιδί!
Τον ξέρω μια ζωή. Μια ζωή δικιά του ,γιατί εμένα τα χρόνια μου είναι άλλες δυο ζωές.
Γείτονάς του, από όταν γεννήθηκε ως τα τελευταία γεγονότα, τον ξέρω καλύτερα κι
απ' τον καθρέφτη του. Ποιον καθρέφτη όμως; Α, δεν το γνωρίζατε αυτό; Είχε
πρόβλημα. Θεωρούσε ότι ήταν πολύ άσχημος. Σπάνια κοιταζόταν σε καθρέφτη γι'
αυτό και πολλές φορές έβγαινε εντελώς αχτένιστος, με ρούχα αταίριαστα, με
μουτζούρες απ' τα στυλό του στο πρόσωπο. Η αλήθεια; Έτη φωτός μακριά. Το 'χετε
δει και μόνοι σας. Τόσους τίτλους γεμίσατε τις εφημερίδες σας με το
"μοντέλο δολοφόνο". Ο Μάρκος είναι κούκλος. Πόσα κορίτσια δεν άκουσα
περνώντας από εδώ να λένε "αχ, γιατί τέτοια ομορφιά να πηγαίνει
χαμένη" και πόσα ακόμη δεν συμπλήρωναν "καλά, ας τον έπειθα εγώ να
βγούμε ένα βράδυ και θα 'βλεπες πώς θα στρώσει". Αν τον έπεισε ποτέ καμία;
Ναι, αρκετές φορές. Όλα τέλειωναν όμως έξω απ' την αυλόπορτά του. Αυτές έκαναν
την κίνηση να τον φιλήσουν, αυτός κοντοστεκόταν, το σκεφτόταν, μετά ανακάτευε
τα μαλλιά του κι έφευγε τρέχοντας προς το σπίτι. Κι εκείνες εκεί, αποσβολωμένες,
να βλέπουν τον Άδωνι να απομακρύνεται, το στρώσιμό του να μην έρχεται.
Παρακολούθησα τη δίκη. Συνεχώς
στο όνομά του αναφερόταν. Το περίμενα. Άπειρα μεσημέρια μέσα στην απόλυτη
ησυχία της γειτονιάς ακουγόταν μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό προσωπικής δυστυχίας,
κάτι σαν "μα Απρίλιος ρε μάνα; Γαμώτο μου, Απρίλιος; Στη Ρώμη με κάνατε";
Ότι θα 'φτανε εκεί; Όχι. Γι' αυτό το λόγο τουλάχιστον δεν το περίμενα. Ποιος
σκοτώνει μωρέ για ένα όνομα; Τσακωμούς είχαν και γι' άλλους λόγους. Ναι,
βέβαια, δεν ήταν εύκολο παιδί ο Μάρκος, δεν ήταν εύκολοι γονείς και οι δικοί
του. Μετά τον στρατό ας πούμε ήθελε μηχανή. Τους έλεγε ότι θα την παίρνει και
θα χάνεται για μήνες γυρνώντας την Ελλάδα. Τότε την μάνα του την έπιαναν
κρίσεις πανικού. Του έλεγε να βρει δουλειά, να αγοράσει μηχανή με τα λεφτά του και
μετά αν του δίνουν άδεια για μήνες να πάει όπου θέλει και να την αφήσει να
πεθάνει αυτή απ' την αγωνία της. Κι αυτός; Αυτός κοπάναγε τις πόρτες και τους
έλεγε "θα φύγω, να το ξέρετε. Θα φύγω και θα 'ναι μέρα μεσημέρι".
Κάπου εκεί παρενέβαινε ο πατέρας του με το άθλιο χιούμορ και συμπλήρωνε ατάκες
του στυλ "μεσημέρι μπορεί να 'ναι, Απρίλης μόνο να μην είναι". Ε, να
πω την αλήθεια, δε θα τον σκότωνα αλλά κι εγώ μια μπούφλα θα του την έδινα.
Το δέντρο που έχουν στο πλάι του
σπιτιού το φύτεψε ο παππούς του. Δεν τον γνώρισε ποτέ, πέθανε πριν γεννηθεί.
Δεν ήμουν φίλος με τον παππού του γιατί ήταν τσακωμένοι οι γονείς μας αλλά όσο
μεγαλώναμε ένα γεια το λέγαμε. Άσχετο αυτό, το ξέρω, για τον πιτσιρικά θέλετε
να σας πω σήμερα. Ναι, είναι το πιασάρικο θέμα των ημερών. Δύσμοιρε Μάρκο,
έφαγες τα ισόβια και μόλις περάσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης όλοι θα σε
ξεχάσουν. Ίσως βέβαια αυτό να θες. Να μην ασχολείται κανείς με εσένα. Το δέντρο λοιπόν που σας έλεγα έχει ένα
παράξενο όνομα. Επιστημονικά λέγεται Μελία η Αζεδαράχειος. Κανείς δεν το
θυμάται έτσι όμως. Τουλάχιστον όχι στον τόπο μας. Εδώ το λέμε Μάη. Καταλαβαίνετε
τη συνέχεια, έτσι; Τριών-τεσσάρων χρονών ήταν ο Μάρκος κι ο πατέρας του τον
έστησε μπροστά στο δέντρο και του λέει "και τώρα να σου γνωρίσω τον αδερφό
σου. Από εδώ ο Μάης" κι έλιωσε στα γέλια... Στο τσακ εκείνο το μεσημέρι
δεν του πέταξα πέτρα στο κεφάλι.
Ξέρω, είναι μικρές ιστορίες που
αν σε εμένα έχουν μείνει χαραγμένες κυρίως για το κλάμα ή την αντίδραση του
μικρού, φαντάζομαι σ' αυτόν πώς θα
σωρεύονταν μέσα του όλα αυτά τα χρόνια. Πολύ μιλάω έ; Εντάξει, στην
απομαγνητοφώνηση κρατήστε μόνο τα πιασάρικα. Είμαι μεγάλος, γέρος πολύ, για τα
χρόνια μου καλά κρατιέται το μυαλό μου. Έχετε ακούσει πώς μιλάτε εσείς οι
δημοσιογράφοι; Μην ανοίγουμε όμως κι αυτή την κουβέντα. Δε σας παίρνει σας λέω!
Το δέντρο που έλεγα, ναι έχει
άμεση σχέση με την ιστορία μας. Ο μπαμπάς του έφερε το αλυσοπρίονο πριν ένα
μήνα περίπου. Ο Μάης είχε μεγαλώσει πολύ και το ένα κλαδί του έπεφτε στη στέγη
του σπιτιού τους. Θα την γκρέμιζε αν το αφήνανε. Στην αρχή το δοκίμαζε αλλά δεν
τον είδα να τα πολυκαταφέρνει μόνος του. Βρουμ βρουμ και του σβηνε. Φώναξε τον
Μάρκο τότε. Πάντα Απρίλη τον έλεγε, ποτέ Μάρκο. "Απρίλη, κατέβα λίγο να με
βοηθήσεις"! "Τι είναι; Τι θες, δεν μπορώ τώρα, κάτι γράφω"!
"Θα το γράψεις μετά, κατέβα να με βοηθήσεις μισή ώρα. Θέλω να κόψω τον
αδερφό σου"! Το μπαμ μιας πόρτας κι ένα "γαμώ την τύχη μου" ήταν
το σημάδι ότι κατέβαινε να βοηθήσει. Σκαρφάλωσε στο δέντρο και έκοψε το κλαδί.
Μετά κατέβηκε και το τεμάχισε σε μικρά κομματάκια. "Μπράβο" του είπε
ο χαζοπατέρας. "Ο αδερφός σου θα μας κρατήσει ζεστούς πολλά βράδια ετούτο
τον χειμώνα". Δεν αντέδρασε. Έφυγε και κλείστηκε πάλι στο δωμάτιό του.
Όχι, εκείνο το βράδυ δεν τον
άκουσα. Ξέρετε, πίνω λίγο παραπάνω τις νύχτες. Στα 84 μου τι να φοβηθώ πια;
Ακόμη κι οι αρρώστιες με βλέπουν κι αλλάζουν δρόμο. Έτσι και τότε άδειασα τις
δυο μπουκάλες με το ξινόμαυρο που μου είχε στείλει η κόρη μου απ' τη Νάουσα και
κατά τις δώδεκα κοιμήθηκα βαριά. Δεν ξύπνησα παρά απ' τις σειρήνες το πρωί.
Ναι, δίκιο έχετε, πολύ δυνατά πρέπει να ακούστηκε το αλυσοπρίονο μέσα στην
ησυχία της βραδιάς αλλά σας είπα, δεν άκουσα τίποτα. Ούτε βρουμ-βρουμ, ούτε
ουρλιαχτά αν υπήρξαν, ούτε μάχη, ούτε τίποτα. Μέσα σε λίγες ώρες ο Μάρκος είχε
τεμαχίσει τον αδερφό του και τους γονείς του. Όχι, δεν είναι χαιρεκακία, μη μου
χρεώσετε τίποτα τέτοιο στο ρεπορτάζ σας. Εγώ το αγαπάω το παιδί. Λέω τη φράση
που θα χρησιμοποιούσε ο πατέρας του!
Νυχτώνει. Θα φύγετε κύριε
δημοσιογράφε; Καθίστε αν θέλετε. Θα σας πω για τότε, στα δεκάξι του που αγόρασε
ντραμς και τα 'φερε στο σπίτι. Ανακοίνωσε στη μάνα του ότι θα έπαιζε μόνο όταν
έλειπαν αυτοί κι ότι θα γινόταν διάσημος. Θα έκανε το πρώτο ελληνικό συγκρότημα
που τραγουδούσε μόνο ιαπωνικούς στίχους. Καλέ εννοείται, δυο μήνες μετά τον
ανάγκασαν να τα ρίξει στον κάδο των σκουπιδιών... Μείνετε, είναι μεγάλη
ιστορία. Να βάλω κρασάκι; Ανεβάζω πάλι το ραδιόφωνο, δε σας ενοχλεί;
"Μάνα στις εφημερίδες, πες μου αν με είδες..."
No comments:
Post a Comment