Σε
ετούτο τον τόπο, στη μέση του πελάγους, στον τόπο των σχεδόν διακοσίων κατοίκων
κάποτε εξορίζονταν αριστεροί, εξορίζονταν κομμουνιστές. Άνθρωποι απλοί, του
καθεμέρα, του μόχθου, της διπλανής οικογένειας, του δικού μας σπιτιού. Και
άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών, άνθρωποι ξεχωριστοί, από αυτούς που τόσοι
μαζεμένοι σε μια εποχή, σε ένα μέρος υπάρχουν μια φορά στα χίλια χρόνια, άνθρωποι
που με την πένα τους και τη σκέψη τους κράτησαν όρθια τη γλώσσα, τη χώρα, το
πνεύμα της. Βάρναλης, Ρίτσος, Κατράκης, Λουντέμης, Λειβαδίτης κι ένα σωρό άλλοι
βρέθηκαν εδώ, απομονώθηκαν αλλά δεν πτοήθηκαν, φυλακίστηκαν αλλά δε γονάτισαν.
Η
γη έχει μνήμες. Οι χωματόδρομοι έχουν μνήμες. Τα γκρεμισμένα σπίτια έχουν
μνήμες. Η θάλασσα -πάνω από όλα η θάλασσα- έχει μνήμες. Περπατάω, αγγίζω,
κολυμπάω. Συνομιλώ με τη σκόνη, το αλάτι, το νερό. Όλα θυμούνται, όλα μου λεν.
Δεν έχουν φειδώ στις αφηγήσεις τους. Θέλουν να ‘χω κι εγώ μνήμες. Θέλουν το
νήμα να μην κοπεί, η αφήγηση να συνεχιστεί. Θέλουν το πέρασμα να γίνει και σε
εμένα, να γίνεται και στον καθένα που έρχεται εδώ.
Μπαίνοντας
στο λιμάνι, η εικόνα του ποιητή, του Μεγάλου Ποιητή, περιμένει, κοιτάζει, καλωσορίζει.
Κατεβαίνεις απ’ το πλοίο, στην πλάτη ο σάκος, στο χέρι άλλα χέρια, μπροστά σου στα
πενήντα μέτρα τα λόγια του: «Δεν έχω
καιρό να μην αγαπώ, να μη μισώ, να μη θέλω, να μη σκοτώνουμαι. Δώσ’ μου το χέρι
σου...»
Χαμογελάς.
Συνειδητοποιείς πού ήρθες. Προχωράς.
Νύχτα
τρίτη. Ιστορία τρίτη. Τέλος.