1905, το μοναστήρι της Φανερωμένης |
«Άνθρωπος του μόχθου». Φράση συναγερμός
για τα επικοινωνούντα με το συναίσθημα κύτταρά μου. Φράση ναύαρχος σε
επιθεώρηση για τη ναυτική βάση που υπηρετούν οι τρίχες των χεριών μου. Φράση
ζεστή, γλυκιά, οικεία όσο η μυρωδιά από χώμα των χεριών και των ρούχων του
παππού μου.
Ο παππούς μου, άνθρωπος της γης, σε όλη
του τη ζωή ασχολήθηκε μαζί της. Χωρίς μηχανήματα, χωρίς τρακτέρ. Ποτέ. Με τα
χέρια. Την έσκαβε, την όργωνε, την έσπερνε, την καλλιεργούσε, την τρυγούσε. Τη
χάιδευε, την έβριζε, την έφτυνε, τη φιλούσε, τη βλαστημούσε, την κατουρούσε,
την αγαπούσε, ξάπλωνε πάνω της. Έπαιρνε πλαγιές χέρσες, σκληρές κι απάτητες για
δεκαετίες, ναρκοθετημένες βράχια άσπαστα αιώνων και τους άλλαζε όψη. Τις άφηνε
χωράφια έτοιμα να παραδώσουν καρπό, χωράφια καμάρι της θεάς Δήμητρας. Αν
πολιτισμός είναι το σημάδι που με αίσθημα και λογική αφήνουμε στον κόσμο, τότε
τα σημάδια του παππού μου στη γη είναι (και) η δικιά μου πολιτιστική
κληρονομιά.
Να το γενικεύσω τώρα, να φύγω απ’ τα
δικά μου. Ας πάμε σε επίπεδο χώρας. Πόσοι γέροντες, πόσοι σοφοί άνθρωποι του
μόχθου πέρασαν απ' τα χωριά ετούτης της γης που κλείνεται στα δικά μας
γεωγραφικά όρια; Τι κόσμο μας παρέδωσαν; Τι κόσμο παρέδωσαν στους γονείς μας, τι
είναι αυτός που παραλάβαμε εμείς και τι αυτός που ετοιμαζόμαστε να αλλάξουμε ως
σκυτάλη με τους επόμενους; Δε θυμόμαστε; Δεν έχουμε ζώσες μνήμες ενός άλλου
τοπίου; Ας ψάξουμε τότε. Ας ξεφυλλίσουμε παλιές εφημερίδες, ας βρούμε
ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ας διαβάσουμε μαρτυρίες, ας χαθούμε λίγο στην ταξιδιωτική
λογοτεχνία των τελευταίων αιώνων. Ας ταρακουνήσουμε τα στάνταρ της κιτσομπαρόκ
αισθητικής μας. Δεν είναι, δεν ήταν ποτέ ο κόσμος τσιμέντο και πλαστικό και
αυτοκίνητα. Δεν ήταν ποτέ ο κόσμος μια ασθμαίνουσα προσπάθεια επιβίωσης μέσω
της διαρκούς κατανάλωσης. Ξενίζουν οι λέξεις μου; Γιατί; Μοιάζουν φορέματα
άλλης εποχής; Ξεπερασμένες ιδέες ενός κόσμου που προχωράει μπροστά; Ίσως. Ίσως
πάλι όχι. Ίσως ο δρόμος μας μπροστά να καταλήγει σε γκρεμό!
Να το εξειδικεύσω όμως πάλι, επιστροφή
σε εμάς. Ζούμε σε ένα ωραίο μέρος. Θα ήθελα να μπορώ να πω ότι «ζούμε σε ένα
ωραίο χωριό». Δεν το λέω. Η δικιά μου οπτική τουλάχιστον, δε μου το επιτρέπει. Αρκούμαστε
να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως «πέρασμα». Επιζητούμε απ’ τους άλλους να μας δουν ως
«στάση». Μα αλήθεια, τι πλάσματα μπορεί να είμαστε αν ευτυχούμε με όρους
τροχαίας;
Θέλετε να κάνετε μιαν υπέρβαση του νου,
της λογικής; Μαζέψτε στην πλατεία του χωριού όλους τους γέροντες και τις γριές
που έφυγαν τα τελευταία εκατό χρόνια. Σκεφτείτε τους εκεί μετά από μια βόλτα,
από μια ξενάγηση σε ό,τι καινούριο έχουμε φτιάξει, αφού τους πήγαμε στο βουνό,
στις παραλίες, σε όλες τις γειτονιές και τέλος πάνω, στον κεντρικό δρόμο.
Σκεφτείτε τους εκεί κι εσάς μπροστά τους και κάντε τους δυο ερωτήσεις: «Σας
άρεσε αυτό που είδατε; Θα θέλατε να ζήσετε εδώ;» Δε θα απαντήσω εγώ γι’ αυτούς.
Εγώ θα αντιστρέψω την εικόνα και θα απαντήσω στην ερώτηση του παππού μου για το
δικό του χωριό, για τη δική του εποχή: Ναι, μου αρέσει αυτό που απ’ τις
αφηγήσεις ξέρω, αυτό που απ’ τις φωτογραφίες έχω δει. Ναι, θα ήθελα να ζω εκεί!
*Είμαι απ' τη Λευκάδα. Το χωριό μου είναι δέκα λεπτά μακριά απ' την πόλη κι η εξέλιξή του στο χρόνο είναι όπως αυτή των περισσότερων τόπων της χώρας μας που από καθαρά αγροτικές κοινωνίες έγιναν κάποια στιγμή καθαρά τουριστικές κοινωνίες... Δεν είμαι εγώ που θα κρίνω συλλογικές επιλογές, λέω απλά ότι θα μπορούσαν να είχαν γίνει όχι αλόγιστα αλλά με σκέψη και σχεδιασμό.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο έντυπο του χωριού.
No comments:
Post a Comment