Thursday, November 12, 2020

Στεριά με στεριά (3)


 

Σε ετούτο τον τόπο, στη μέση του πελάγους, στον τόπο των σχεδόν διακοσίων κατοίκων κάποτε εξορίζονταν αριστεροί, εξορίζονταν κομμουνιστές. Άνθρωποι απλοί, του καθεμέρα, του μόχθου, της διπλανής οικογένειας, του δικού μας σπιτιού. Και άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών, άνθρωποι ξεχωριστοί, από αυτούς που τόσοι μαζεμένοι σε μια εποχή, σε ένα μέρος υπάρχουν μια φορά στα χίλια χρόνια, άνθρωποι που με την πένα τους και τη σκέψη τους κράτησαν όρθια τη γλώσσα, τη χώρα, το πνεύμα της. Βάρναλης, Ρίτσος, Κατράκης, Λουντέμης, Λειβαδίτης κι ένα σωρό άλλοι βρέθηκαν εδώ, απομονώθηκαν αλλά δεν πτοήθηκαν, φυλακίστηκαν αλλά δε γονάτισαν.

Η γη έχει μνήμες. Οι χωματόδρομοι έχουν μνήμες. Τα γκρεμισμένα σπίτια έχουν μνήμες. Η θάλασσα -πάνω από όλα η θάλασσα- έχει μνήμες. Περπατάω, αγγίζω, κολυμπάω. Συνομιλώ με τη σκόνη, το αλάτι, το νερό. Όλα θυμούνται, όλα μου λεν. Δεν έχουν φειδώ στις αφηγήσεις τους. Θέλουν να ‘χω κι εγώ μνήμες. Θέλουν το νήμα να μην κοπεί, η αφήγηση να συνεχιστεί. Θέλουν το πέρασμα να γίνει και σε εμένα, να γίνεται και στον καθένα που έρχεται εδώ.

Μπαίνοντας στο λιμάνι, η εικόνα του ποιητή, του Μεγάλου Ποιητή, περιμένει, κοιτάζει, καλωσορίζει. Κατεβαίνεις απ’ το πλοίο, στην πλάτη ο σάκος, στο χέρι άλλα χέρια, μπροστά σου στα πενήντα μέτρα τα λόγια του: «Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ, να μη μισώ, να μη θέλω, να μη σκοτώνουμαι. Δώσ’ μου το χέρι σου...»

Χαμογελάς. Συνειδητοποιείς πού ήρθες. Προχωράς.

Νύχτα τρίτη. Ιστορία τρίτη. Τέλος.

Monday, August 24, 2020

Το νησί της Γαιοθάλασσας (6)

 

Τα βράδια πέρασαν όπως η ψιλή ηφαιστειακή άμμος όλες αυτές τις μέρες ανάμεσα στα δάχτυλά μου, στα μαλλιά μου, στις σελίδες των βιβλίων μου. Πέρασαν γρήγορα, πέρασαν εύκολα, πέρασαν όμορφα. Απόψε πακετάρω ρούχα γεμάτα αρμύρα, πέτρες που μάζεψα όπως κάνω σε κάθε νησί, βιβλία με φύκια για σελιδοδείκτες και συμπληρωματική στίξη στις αβλεψίες του συγγραφέα.

Η βόλτα στη Χώρα είχε το αντίο των τόπων που δεν ξέρεις αν θα ξαναδείς. Μια μικρή μελαγχολία στην άκρη των χειλιών, μια μικρή θλίψη στην κόκκινη απ’ τον αέρα και τη θάλασσα ματιά. Ετούτο το νησί που «ανεφάνη» στην τρικυμία κι έσωσε ξανά και ξανά μυθολογικούς ήρωες και ναυτικούς που προσεύχονταν για ένα μόνο τελευταίο -ή πρώτο- θαύμα, έχει μαζεμένη σε λίγα σπίτια και ένα ανεμοδαρμένο τοπίο, ομορφιά αρκετή για να φέρει αντίλογο και να σου εξηγήσει ότι μαζί του εύκολα δεν ξεμπλέκεις.

Τα σκαλιά στο σοκάκι ανεβαίνουν, στρίβουν αριστερά κι οδηγούν ίσως σε ένα άλλο νησί, ίσως σε έναν άλλον κόσμο, ίσως πάλι στο ξεκίνημά σου, στο λιμάνι το πρώτο. Δεν έχεις τρόπο να μάθεις αν δεν τα ανέβεις, δεν έχεις τρόπο να τα ανέβεις αν δεν είσαι έτοιμος για αυτό.

Στη Γαιοθάλασσα, ετούτος ο μάγος δε βρήκε δράκους, δε μάντεψε κανενός τέτοιου το όνομα, έφτασε όμως στο χάρτη σε σημεία που δεν είχε κάνει ως τώρα, μίλησε ξανά με τους αέρηδες κι επιστρέφει με ένα σωρό ακόμη ξόρκια ομορφιάς στο μυαλό του και τις λέξεις του. Ας είναι οι μήνες που θα ‘ρθουν να με βοηθήσουν να τα κάνω εργαλεία μου.

Ανεβαίνω τα σκαλιά.

Νύχτα έκτη. Ιστορία έκτη. Τέλος.


*Το Έπος της Γαιοθάλασσας της Ούρσουλας Λε Γκεν παντοτινή μου έμπνευση. Έτσι και σε ετούτη τη σειρά των μικρών ιστοριών.

Sunday, August 23, 2020

Το νησί της Γαιοθάλασσας (5)

 

Κι αν δε σ’ είχα γνωρίσει ποτέ, κι αν στο ίδιο νησί διαλέγαμε τα απέναντι μαγαζιά και τα ανάποδα φλερτ, στο τέλος της βραδιάς, βγαίνοντας πιωμένοι και νυσταγμένοι, θα πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν είναι θέμα τυχαιότητας όλα τα πράγματα. Κάποιοι θεοί, ξέρεις, δεν παίζουν ζάρια.

Δε θέλω να εξηγώ. Δεν εξηγείς γιατί είναι μπλε το Αιγαίο και γαλαζοπράσινο το Ιόνιο. Δεν εξηγείς γιατί ο άνεμος ευθύνεται για τη μορφολογία των Κυκλάδων. Δεν εξηγείς γιατί στα νησιά στην πορεία του ηφαιστείου είναι μαύρη η άμμος. Δεν εξηγείς γιατί τα πλοία ταξιδεύουν νύχτα και τα αεροπλάνα προσγειώνονται μέρα. Δεν εξηγείς τίποτα που τα σύμβολα και οι λέξεις της επιστήμης θα διέλυαν την ομορφιά των ποιημάτων. Όχι τουλάχιστον ανάμεσα σε κουβέντες, ουίσκυ και κοκτέιλ.

Στα νησιά της Γαιοθάλασσας, οι μάγοι ρίχνουν ομίχλες κι αφήνουν ορατές μόνο τις κορυφές τους. Σηκώνουν ανέμους και τα μετακινούν εκτός πυξίδας. Κάνουν ήλιους με τόσο φως που οι ψευδαισθήσεις παραβγαίνουν τις πραγματικότητες. Εδώ, οι μάγοι του Αρχιπελάγους, όταν ακούν για έρωτες που έχουν ημερομηνία λήξης, για έρωτες που δεν είναι σώματα που αέναα αναγεννώνται, γελάν τόσο δυνατά που ξυπνάνε τους δράκους στα δυτικά, εκεί που κανείς άνθρωπος για χιλιετίες δεν έχει φτάσει.

Στο πλησίασμα του τέλους των ημερών μου στο νησί, καταλαβαίνω πως δε θέλω άλλο παρά κάθε απόγευμα να σε βλέπω να γίνεσαι ηλιοβασίλεμα.

Νύχτα πέμπτη. Ιστορία πέμπτη. Τέλος.

Saturday, August 22, 2020

Το νησί της Γαιοθάλασσας (4)

 

Στο νησί της Γαιοθάλασσας όλοι διαβάζουν. Κορίτσια που μόλις έχουν ξεπηδήσει από την πένα του Ρόμπινς, αγόρια που ήρθαν παρέα από άλλη χώρα, μοναχικοί ίσως συγγραφείς ίσως καθηγητές, κυρίες με τις φίλες τους, τύποι ψαγμένοι, τύποι χαμένοι, όμορφοι ηλικιωμένοι. Στην άμμο, κάτω από αρμυρίκια, στα beach bar, στα καφέ, στα παγκάκια της Χώρας, στα όρθια, παντού. Όλο το νησί ένα αναγνωστήριο.

Πόσα βιβλία έχω δει, πόσους τίτλους διάβασα φευγαλέα, πόσα εξώφυλλα ανοιγόκλεινε ο αέρας, πόσες σελίδες γέμιζαν με άμμο, πόσα σκίστηκαν, πόσα μούσκεψαν, σε πόσα χάλασε το δέσιμο! Συγγραφείς γνωστοί, τίτλοι αγαπημένοι αλλά και τόσοι άγνωστοι, τόσοι καινούριοι, τόσοι σε άλλες γλώσσες! Όλο το νησί μια βιβλιοθήκη.

Εδώ, σε ετούτο το νησί του Αρχιπελάγους, τα βιβλία γίνονται ένα με τα σώματα. Ανοιγμένα στο στήθος γυμνών κοριτσιών που έτσι κοιμήθηκαν κάνοντάς το σελιδοδείκτη. Στο πρόσωπο αγοριού που το ορίζει σκίαστρο, τρεις το μεσημέρι, για τον ήλιο. Κλειστά πάνω σε πόδια που ποζάρουν για το επόμενο στόρι. Στη μασχάλη στο κουβάλημα προς την παραλία. Σε χέρια άγρια απ’ τη δουλειά, σε χέρια κουρασμένα απ’ τα χρόνια, σε χέρια με νύχια σε κάθε χρώμα, σε χέρια παιδικά, σε χέρια μαυρισμένα, σε χέρια με δέρμα σκασμένο απ’ τον ήλιο, το αλάτι και το αντισηπτικό, σε χέρια δροσερά που το έπιασαν μόλις βγήκαν απ’ τη θάλασσα.

Στο νησί της Γαιοθάλασσας, που αν βλέπεις το μπλε και το λευκό βλέπεις τον κόσμο όλο, διαβάζω για άλλο νησί στην άλλη άκρη του πλανήτη, που κάποιοι ενώ δε βλέπουν ούτε το μπλε ούτε το λευκό, προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο όλο. Κι είναι η σκέψη μου ότι και τα χρώματα δεν είναι άλλο από την ανάγκη μας για ομορφιά. Κι αυτήν, μπορούμε να την βρούμε εξίσου είτε με αυτά είτε χωρίς αυτά.

Νύχτα τέταρτη. Ιστορία τέταρτη. Τέλος.

Friday, August 21, 2020

Το νησί της Γαιοθάλασσας (3)

 


Στα νησιά το «απέναντι» έχει μιαν άλλη σημασία. Δεν είναι το τοπικό επίρρημα της στεριάς. Δεν είναι το μαγαζί στην άλλη άκρη του δρόμου, η γειτόνισσα του τρίτου που απλώνει τα λευκά της, το ραντεβού στο φανάρι. Δεν έχει όσα του χρεώνουμε πατώντας στο έδαφος, μιλώντας με τον ρεαλισμό αυτού που βλέπουμε κι εύκολα μπορούμε να φτάσουμε.

Εδώ τα «απέναντι» στέλνουν τη γραμματική στο διάολο από την πρώτη πρόταση. Απέναντι είναι ο πόθος για κάτι που δεν ξέρω αλλά διαρκώς το φαντάζομαι. Απέναντι είναι ο φόβος για το πώς θα φτάσω, για το αν θα φτάσω, για το τι θα αντικρύσω. Απέναντι είναι κάτι κορυφές τη μέρα και μερικά φώτα το βράδυ. Είναι εικόνες αχνές κι εικόνες έντονες, ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα και την καθαρότητα της ατμόσφαιρας.

Εδώ το «απέναντι» είναι ρήμα. Είναι το θα φύγω, μια μέρα θα φύγω για εκεί, θα το δεις. Είναι επίθετο. Είναι το άπιαστο, το όμορφο, το φανταστικό. Είναι ουσιαστικό. Είναι το όνειρο που σε επανάληψη έρχεται κάθε βράδυ. Είναι ο στόχος που κάθε νύχτα με τους φίλους μου βάζω και κάθε πρωί μπρος στη μάνα μου που θα μείνει μόνη αναιρώ. Είναι ο παράδεισος. Όχι ο παλιός, με τα δέντρα και τα φίδια και το Θεό. Ο δικός μου παράδεισος. Ο μακριά από εδώ.

Στα νησιά της Γαιοθάλασσας καθένας κοιτάζει κι ελπίζει σε κάποιο απέναντι. Και πολλοί είναι που φεύγουν και πάνε προς τα εκεί. Και το κάνουν ξέροντας ότι τότε το Αρχιπέλαγος θα είναι το απέναντι κι ο πόθος τους ως νόστος θα έχει αντιστραφεί.

Νύχτα τρίτη. Ιστορία τρίτη. Τέλος.

Thursday, August 20, 2020

Το νησί της Γαιοθάλασσας (2)

 

Στις χώρες των νησιών της Γαιοθάλασσας ανακαλύπτεις την ομορφιά ως συνώνυμο της απλότητας. Σαν κορίτσια με ένα σορτς και μια μπλούζα, μονόχρωμα βαμμένα νύχια και τα μαλλιά πιασμένα πίσω. Τριγυρίζεις μέσα τους και κοινωνείς το ωραίο.

Καταλαβαίνω τον Ελύτη γιατί κόλλησε και σε όλη του τη ζωή έγραφε για αυτό το λευκό και αυτό το γαλάζιο, για αυτές τις γραμμές, για αυτό τον ήλιο. Καταλαβαίνω τους ναυτικούς που έχασαν τα μυαλά τους νομίζοντας τις νύχτες τα φώτα τους καράβια κι εξόκειλαν σε ξέρες. Μήτε οι ποιητές, μήτε οι ταξιδιώτες μπορούν να καταφύγουν στην ασφάλεια των όσων έχουν δει -ή μπορούν να δουν- για να συνεχίσουν το δρόμο τους ανεπηρέαστοι.

Την ομορφιά των μικρών πολιτειών του Αρχιπελάγους δεν την προσπερνάς, δεν την αφήνεις στο πλάι των κειμένων σου. Χτίστηκαν ψηλά για να αποφεύγουν τους πειρατές και τους επιδρομείς. Έστησαν τα σπίτια τους, στην εξωτερική βόλτα, το ένα πλάι στο άλλο για να αποτελούν τείχη σε ένα νοητό κάστρο που αμύνεται. Μέτρησαν λίγες δεκάδες εκατοστά για τα σοκάκια τους για να τιθασεύουν τους αέρηδες. Έβαψαν άσπρο για να ανταποδίδουν στα ίσα το ασταμάτητο κάψιμο του ήλιου και μπλε για να μην ξεχνάν το φλερτ που οφείλουν με τη θάλασσα που φαίνεται πάντα απέραντη κι ατέλειωτη στο βάθος.

Εδώ, στα νοτιοανατολικά όρια των Κυκλάδων, η ομορφιά έχει τον τρόπο της να μη λείπει. Και το «να μη λείπεις» -κάτι φορές- είναι το πρώτο βήμα για το «να υπάρχεις».

Νύχτα δεύτερη. Ιστορία δεύτερη. Τέλος.

Create your own banner at mybannermaker.com!